Η Νυνάβε έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Ανάγκη.
Αλλαγή.
Η Νυνάβε έγειρε κατάκοπη στη στενή κολώνα και ρούφηξε αέρα σαν να είχε τρέξει είκοσι μίλια, χωρίς να αναρωτηθεί καν πού βρισκόταν. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε σαν μανιασμένο τύμπανο. Η φωλιά με τις οχιές που έλεγαν. Η Τεμάιλε Κιντερόντε. Η Μαύρη αδελφή για την οποία η Αμίκο είχε πει ότι απολάμβανε να προκαλεί πόνο, το απολάμβανε τόσο, ώστε είχε κάνει μια άλλη του Μαύρου Άτζα να το σχολιάσει. Κι η Νυνάβε δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα. Θα κατέληγε να στολίζει άλλο ένα κολωνάκι, πλάι στην Αμάθιρα. Φως μου! Ανατρίχιασε καθώς το έβλεπε με το νου της. Ησύχασε, γυναίκα! Έφυγες από κει. Έστω κι αν σε είδε η Τεμάιλε, αυτό που είδε ήταν μια γυναίκα με μελιά μαλλιά που εξαφανίστηκε, απλώς μια Ταραμπονέζα που είχε μπει στον Τελ'αράν'ριοντ για μια στιγμή, μέσα σε ένα συνηθισμένο όνειρο. Η Τεμάιλε αποκλείεται να την είχε αντιληφθεί αρκετή ώρα ώστε να νιώσει ότι μπορούσε να διαβιβάζει· έστω κι αν δεν μπορούσε να διαβιβάσει τώρα, η ικανότητα ήταν εκεί και μπορούσε να τη νιώσει κάθε γυναίκα που την είχε. Μόνο μια στιγμή. Με λίγη τύχη, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός για να τη νιώσει.
Τουλάχιστον τώρα ήξερε την κατάσταση της Αμάθιρα. Σίγουρα δεν ήταν σύμμαχος της Τεμάιλε. Αυτή η μέθοδος της έρευνας είχε ήδη δικαιώσει τη χρήση της. Αλλά δεν ήταν ακόμα αρκετό. Προσπάθησε να γαληνέψει την ανάσα της και κοίταξε γύρω.
Σειρές από λεπτές, λευκές κολώνες εκτείνονταν παντού σε έναν πελώριο, σχεδόν τετράγωνο θάλαμο με λείες, γυαλισμένες, λευκές πλάκες στο δάπεδο και επιχρυσωμένα ανάγλυφα στην οροφή. Ένα χοντρό σκοινί από λευκό μετάξι διέτρεχε την περιφέρεια του θαλάμου, πάνω σε πάσσαλους από γυαλισμένο, μαύρο ξύλο, που την έφταναν ως τη μέση, σταματώντας μόνο στα σημεία που θα εμπόδιζε τις εισόδους με τις διπλές αψίδες. Στους τοίχους υπήρχαν στηρίγματα, ανοιχτά ντουλάπια και οστά από αλλόκοτα θηρία, ενώ άλλες θήκες με εκθέματα ήταν στο πάτωμα, κι αυτές περιφραγμένες με σκοινί. Ήταν η κύρια αίθουσα εκθεμάτων, σύμφωνα με την περιγραφή της Εγκουέν. Αυτό που αναζητούσε πρέπει να ήταν σ' αυτόν ακριβώς το θάλαμο. Το επόμενο βήμα της δεν θα ήταν τυφλό όσο το πρώτο· δεν υπήρχαν οχιές εδώ, δεν υπήρχαν Τεμάιλε.
Μια όμορφη γυναίκα εμφανίστηκε ξαφνικά, πλάι σε μια γυάλινη θήκη με τέσσερα σκαλισμένα πόδια στο κέντρο της αίθουσας. Δεν ήταν Ταραμπονέζα, μια και τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν κυματιστά στους ώμους της, όμως δεν ήταν αυτό που αιχμαλώτισε την προσοχή της Νυνάβε. Το φόρεμα της γυναίκας έμοιαζε να είναι από ομίχλη, μερικές φορές ασημί και αδιαφανές, άλλες γκρίζο και τόσο λεπτό, που έδειχνε καθαρά τα μέλη και το σώμα της. Απ' όπου κι αν είχε ονειρευτεί τον εαυτό της εδώ, σίγουρα είχε ζωηρή φαντασία για να σκεφτεί κάτι τέτοιο! Σίγουρα μπροστά του δεν συγκρίνονταν ακόμα και τα Ντομανά φορέματα, που προκαλούσαν σκάνδαλο.
Η γυναίκα χαμογέλασε στη γυάλινη θήκη και μετά προχώρησε πιο πέρα στην αίθουσα, σταματώντας στην άλλη μεριά για να εξετάσει κάτι που η Νυνάβε δεν μπορούσε να διακρίνει, κάτι σκούρο, πάνω σε ένα λευκό, πέτρινο υποστήριγμα.
Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και άφησε τις μελιές κοτσίδες της. Η γυναίκα θα χανόταν πολύ γρήγορα· ελάχιστοι έμεναν για πολύ στον Τελ'αράν'ριοντ. Φυσικά, δεν είχε σημασία αν την έβλεπε η γυναίκα αυτή· σίγουρα δεν ήταν καμία από τη λίστα με τις Μαύρες αδελφές. Εντούτοις, έμοιαζε κάπως... Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι πάλι είχε αρπάξει μια χούφτα κοτσίδες. Η γυναίκα... Από μόνο του το χέρι της είχε τραβήξει —απότομα― τις κοτσίδες της. Η Νυνάβε έμεινε να το κοιτάζει έκπληκτη· οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει, το χέρι της έτρεμε. Ήταν λες και το γεγονός ότι σκεφτόταν τη γυναίκα... Το μπράτσο της τρεμούλιασε, το χέρι προσπάθησε να της ξεριζώσει τα μαλλιά. Στο όνομα τον Φωτός, γιατί;
Η ομιχλώδης γυναίκα ακόμα στεκόταν μπροστά σε εκείνο το λευκό στήριγμα μακριά. Το τρεμούλιασμα από το μπράτσο της Νυνάβε απλώθηκε στον ώμο της. Δεν είχε ξαναδεί τη γυναίκα. Κι όμως... Προσπάθησε να ανοίξει τα δάχτυλα της· αυτά σφίχτηκαν πιο δυνατά. Σίγουρα δεν την είχε δει ποτέ. Τρέμοντας από την κορφή ως τα νύχια, έσφιξε το σώμα της με το χέρι που είχε ελεύθερο. Σίγουρα... Τα δόντια της θα άρχιζαν να χτυπάνε. Η γυναίκα έμοιαζε... Θέλησε να κλάψει. Η γυναίκα...
Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό της, το κατέκλυσαν. Σωριάστηκε στην κολώνα πλάι της, σαν να την είχαν χτυπήσει· τα μάτια της γούρλωσαν. Το ξαναείδε. Την Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, τη στιβαρή, εμφανίσιμη εκείνη γυναίκα που την περιέβαλλε η λάμψη του σαϊντάρ. Είδε τον εαυτό της και την Ηλαίην να φλυαρούν σαν παιδιά, να παλεύουν για να απαντήσουν πρώτες, να βγάζουν από μέσα σαν ποτάμι ό,τι ήξεραν. Πόσα της είχαν πει; Δυσκολευόταν να θυμηθεί λεπτομέρειες, μα θυμόταν αμυδρά ότι είχε αποσιωπήσει μερικά πράγματα. Όχι επειδή το ήθελε· θα έλεγε τα πάντα στη γυναίκα, θα έκανε ό,τι της ζητούσε. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από ντροπή και θυμό. Αν είχε καταφέρει να κρατήσει κάποιες μικρολεπτομέρειες, ήταν επειδή βιαζόταν τόσο να απαντήσει την τελευταία ερώτηση, που πηδούσε την προηγούμενη.