Δεν είναι λογικό, σκέφτηκε μια φωνούλα στο βάθος του μυαλού της. Αν είναι μια Μαύρη αδελφή την οποία δεν ξέρω, γιατί δεν μας παρέδωσε στη Λίαντριν; Μπορούσε. Θα την ακολουθούσαμε σαν πρόβατα.
Η ψυχρή οργή της δεν την άφηνε να ακούσει. Μια Μαύρη αδελφή την είχε κάνει να χορέψει σαν μαριονέτα και μετά της είχε πει να το ξεχάσει. Την είχε διατάξει να το ξεχάσει. Και η Νυνάβε το είχε κάνει; Ε, τώρα αυτή η γυναίκα θα μάθαινε πώς ήταν αν την αντιμετώπιζε έτοιμη και προειδοποιημένη!
Πριν απλώσει στην Αληθινή Πηγή, ξαφνικά φάνηκε στη διπλανή κολώνα η Μπιργκίττε με το κοντό, λευκό σακάκι της και το φαρδύ, κίτρινο παντελόνι μαζεμένο στους αστραγάλους. Η Μπιργκίττε, ή κάποια γυναίκα που ονειρευόταν ότι ήταν η Μπιργκίττε, με χρυσά μαλλιά χτενισμένα σε μια περίτεχνη πλεξούδα. Πίεσε προειδοποιητικά το δάχτυλο στα χείλη της και ύστερα έδειξε τη Νυνάβε και αμέσως μετά μια από τις αψιδωτές πόρτες πίσω τους. Με μια επιτακτική έκφραση στα λαμπερά, γαλανά μάτια της, χάθηκε.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Όποια κι αν ήταν η γυναίκα, δεν είχε χρόνο γι' αυτήν. Ανοίχτηκε στο σαϊντάρ και γύρισε, γεμάτη με τη Μία Δύναμη και έναν ακριβοδίκαιο θυμό. Η ομιχλώδης γυναίκα είχε χαθεί. Είχε χαθεί! Επειδή της είχε αποσπάσει την προσοχή εκείνη η ανόητη η χρυσομάλλα! Ίσως να ήταν ακόμα εκεί γύρω, να περίμενε τη Νυνάβε. Τυλιγμένη στη Δύναμη, πήγε προς την πόρτα που της είχε δείξει η άλλη.
Η χρυσομάλλα γυναίκα περίμενε σε ένα διάδρομο στρωμένο με λαμπερά χαλιά, όπου χρυσές, σβηστές λάμπες ανέδιναν τη μυρωδιά αρωματισμένου λαδιού. Τώρα κρατούσε ένα ασημένιο τόξο και είχε μια φαρέτρα με ασημένια βέλη κρεμασμένη στη μέση.
«Ποια είσαι;» ζήτησε να μάθει έξω φρενών η Νυνάβε. Θα της έδινε μια ευκαιρία να εξηγήσει. Και μετά θα της έδινε ένα μάθημα που θα της έμενε αξέχαστο! «Είσαι εκείνη η ανόητη που μου έριξε ένα βέλος στην Ερημιά, υποστηρίζοντας ότι ήταν η Μπιργκίττε; Ετοιμαζόμουν να μάθω τρόπους σε μια του Μαύρου Ατζα κι εσύ τη βοήθησες να το σκάσει!»
«Είμαι η Μπιργκίττε», είπε η γυναίκα γέρνοντας στο τόξο της. «Τουλάχιστον αυτό είναι το όνομα που θα αναγνώριζες. Και ίσως να έπαιρνες εσύ ένα μάθημα, τόσο εδώ, όσο και στην Τρίπτυχη Γη. Θυμάμαι τις ζωές που έζησαν σαν να ήταν πολυδιαβασμένα βιβλία, τα παλιά πιο θαμπά στη θύμηση απ' όσο τα καινούρια, αλλά θυμάμαι καλά τότε που πολέμησα στο πλευρό του Λουζ Θέριν. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο της Μογκέντιεν, όπως και ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο του Ασμόντιαν, του άντρα που παραλίγο να ενοχλήσεις στο Ρουίντιαν».
Ασμόντιαν; Μογκέντιεν; Η γυναίκα εκείνη ήταν Αποδιωγμένη; Μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο. Κι ένας άλλος στο Ρουίντιαν, στην Ερημιά! Η Εγκουέν σίγουρα θα είχε πει κάτι, αν ήξερε. Δεν είχε τρόπο να την προειδοποιήσει τώρα για τις επόμενες επτά μέρες. Την κατέκλυσε ο θυμός ― και το σαϊντάρ. «Τι γυρεύεις εδώ; Ξέρω ότι όλοι εξαφανιστήκατε αφότου σας κάλεσε το Κέρας του Βαλίρ, αλλά είσαι...;» Η φωνή της Νυνάβε ξεψύχησε, νιώθοντας ταραγμένη μ' αυτό που παραλίγο θα έλεγε, όμως η άλλη γυναίκα ολοκλήρωσε ήρεμα τη φράση της.
«Νεκρή; Εμείς που είμαστε δεσμευμένοι στον Τροχό δεν είμαστε νεκροί με τον ίδιο τρόπο που είναι οι άλλοι. Πού είναι καλύτερα για μας να περιμένουμε τον Τροχό να μας υφάνει στις καινούριες ζωές μας, παρά στον Κόσμο των Ονείρων;» Η Μπιργκίττε ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Μιλάω λες και είμαι φιλόσοφος. Σχεδόν σε κάθε ζωή μου που θυμάμαι, γεννιόμουν απλό κορίτσι, που έπιανε το τόξο. Είμαι μια τοξότρια, τίποτα παραπάνω».
«Είσαι η ηρωίδα εκατό παραμυθιών», είπε η Νυνάβε. «Είδα τι έκαναν τα βέλη σου στο Φάλμε. Η διαβίβαση των Σωντσάν δεν σε άγγιζε. Μπιργκίττε, αντιμετωπίζουμε περίπου δώδεκα Μαύρες αδελφές. Και μια Αποδιωγμένη, όπως φαίνεται. Θα θέλαμε τη βοήθειά σου».
Η άλλη γυναίκα έκανε μια γκριμάτσα με αμηχανία και πίκρα. «Δεν μπορώ, Νυνάβε. Δεν μπορώ να αγγίξω τον κόσμο της σάρκας, αν το Κέρας δεν με ξανακαλέσει. Εκτός αν με υφάνει ξανά εκεί ο Τροχός. Αν το έκανε αυτή τη στιγμή, θα έβρισκες ένα μωρό να κλαίει στο στήθος της μάνας του. Όσο για το Φάλμε, μας είχε καλέσει το Κέρας· δεν ήμασταν εκεί όπως εσύ, με σάρκα και οστά. Να γιατί η Δύναμη δεν μπορούσε να μας αγγίξει. Εδώ όλα είναι μέρος του Ονείρου και η Μία Δύναμη μπορεί να με αφανίσει εύκολα, όσο και σένα. Πιο εύκολα. Σου είπα· είμαι μια τοξότρια, στρατιώτης μερικές φορές, τίποτα παραπάνω». Η περίτεχνη, χρυσή πλεξούδα της τινάχτηκε καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Δεν ξέρω γιατί σου τα εξηγώ όλα αυτά. Δεν πρέπει καν να σου μιλάω».