Выбрать главу

«Δεν υπήρχε λόγος να είσαι αγενής», είπε η Φάιλε με σφιγμένη φωνή, όταν ο Υψηλός Άρχοντας είχε απομακρυνθεί αρκετά. «Μιλούσες λες και η γλώσσα σου ήταν από παγωμένο σίδερο. Αν θέλεις να μείνεις εδώ, μάθε να συμβιώνεις με τους άρχοντες».

«Σε κοίταζε σαν να ήθελε να σε καθίσει στα γόνατά του. Και δεν εννοώ με πατρικό τρόπο».

Εκείνη ξεφύσησε αδιάφορα. «Μήπως είναι ο πρώτος άντρας που με κοιτάει; Αν είχε το θράσος να κάνει κάτι παραπάνω, θα τον έβαζα στη θέση του σμίγοντας τα φρύδια μου και ρίχνοντάς του μια ματιά. Δεν θέλω να ερμηνεύεις τις σκέψεις μου, Πέριν Αϋμπάρα». Εντούτοις, δεν φαινόταν και τόσο δυσαρεστημένη.

Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του και έστρεψε το βλέμμα στον Τορέαν που απομακρυνόταν. Είδε τον Υψηλό Άρχοντα και τους φρουρούς του να χάνονται πίσω από μια μακρινή στροφή. Αναρωτήθηκε πώς οι Δακρινοί άρχοντας τα κατάφερναν και δεν ήταν λουσμένοι στο ιδρώτα. «Το πρόσεξες, Φάιλε; Τα πειθήνια λαγωνικά του δεν πήραν το χέρι από το σπαθί, παρά μόνο όταν βρέθηκε δέκα απλωσιές μακριά μας».

Εκείνη τον κοίταξε, έπειτα έριξε μια ματιά στο διάδρομο όπου είχαν χαθεί οι άλλοι τρεις και ένευσε αργά. «Έχεις δίκιο. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Μπορεί να μην υποκλίνονται βαθιά, όπως κάνουν γι' αυτόν, όμως όλοι είναι πολύ προσεκτικοί κοντά σε σένα και στον Ματ, όπως και στις Άες Σεντάι επίσης».

«Ίσως το να είσαι φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα να μην είναι πια αρκετή προστασία, όπως άλλοτε».

Η Φάιλε δεν πρότεινε ξανά να φύγουν, τουλάχιστον όχι με λόγια, αλλά τα μάτια της το έδειχναν καθαρά. Ο Πέριν κατάφερε να αγνοήσει τη σιωπηλή πρότασή της καλύτερα απ' όσο είχε αγνοήσει την ομιλούσα εκδοχή της πριν.

Πριν φτάσουν στο τέρμα του διαδρόμου, η Μπερελαίν βγήκε βιαστικά από το λαμπρά φωτισμένο προθάλαμο, κρατώντας τυλιγμένη σφιχτά γύρω της μια ψιλή, λευκή ρόμπα και με τα δύο χέρια. Η Πρώτη της Μαγιέν περπατούσε βιαστικά, σχεδόν έτρεχε.

Ο Πέριν, για να δείξει στη Φάιλε ότι μπορούσε να φερθεί όσο ευγενικά επιθυμούσε η καρδιά της, υποκλίθηκε τόσο βαθιά, που ακόμα κι ο Ματ δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Σε αντίθεση, ο χαιρετισμός της Φάιλε ήταν μια απειροελάχιστη κλίση της κεφαλής με ένα ανεπαίσθητο λύγισμα του γονάτου. Ο Πέριν μόλις που το πρόσεξε. Καθώς η Μπερελαίν περνούσε φουριόζα δίπλα τους χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά, η οσμή του φόβου, μια οσμή δριμεία και άγρια σαν πυορροούσα πληγή, έκανε τα ρουθούνια του να συσπαστούν. Πλάι σ' αυτόν ωχριούσε ο φόβος του Τορέαν. Αυτός εδώ ήταν ένας τρελός πανικός, που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να συγκρατηθεί. Ορθώθηκε αργά, κοιτάζοντάς τη να φεύγει.

«Ξεκουράζεις τα μάτια σου;» ρώτησε γλυκά η Φάιλε.

Προσηλωμένος στην Μπερελαίν, διερωτώμενος τι την είχε κάνει να φτάσει στα όριά της, μίλησε δίχως να το σκεφτεί. «Είχε μια μυρωδιά σαν —»

Μακριά στο διάδρομο, ο Τορέαν ξαφνικά βγήκε από έναν προθάλαμο και άρπαξε την Μπερελαίν από το μπράτσο. Μιλούσε ακατάπαυστα, όμως ο Πέριν δεν μπορούσε ν' ακούσει παρά μονάχα σκόρπιες λέξεις, ότι παρατραβούσε το σκοινί μέσα στην περηφάνια της, καθώς και κάτι άλλο, που έμοιαζε να είναι προσφορά προστασίας εκ μέρους του Τορέαν. Η Μπερελαίν του απάντησε σύντομα, κοφτά, ακόμα πιο χαμηλόφωνα, υψώνοντας προκλητικά το σαγόνι. Η Πρώτη του Μαγιέν τράβηξε απότομα το χέρι της και απομακρύνθηκε με το κορμί ίσιο, έχοντας ξαναβρεί κάπως την αυτοκυριαρχία της. Ο Τορέαν, έτοιμος να την ακολουθήσει, είδε τον Πέριν που τους παρακολουθούσε. Ο Υψηλός Άρχοντας έφερε το μαντίλι στη μύτη του και χάθηκε πάλι στη διασταύρωση των διαδρόμων.

«Δεν με νοιάζει αν μύριζε Ευωδιά της Αυγής», είπε σκοτεινά η Φάιλε. «Αυτή εδώ δεν έχει διάθεση να κυνηγήσει μια αρκούδα, όσο ωραίο κι αν θα φαινόταν το αρκουδοτόμαρο απλωμένο στον τοίχο. Κυνηγάει τον ήλιο».

Εκείνος την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Ήλιος; Αρκούδα; Τι λες τώρα;»

«Πήγαινε μόνος σου. Εγώ λέω να γυρίσω στο κρεβάτι μου».

«Αφού το θέλεις έτσι», είπε αυτός αργά, «αλλά νόμιζα ότι ήθελες κι εσύ να ανακαλύψουμε τι συνέβη».

«Δεν νομίζω. Δεν θα κάνω ότι ανυπομονώ να δω τον... Ραντ... αφού τον απέφευγα ως τώρα. Το αντίθετο, αυτή τη στιγμή. Δίχως αμφιβολία, οι δυο σας θα κουβεντιάσετε μια χαρά δίχως εμένα. Ειδικά αν υπάρχει και κρασί».

«Είναι παράλογα αυτά που λες», μουρμούρισε αυτός περνώντας το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Αν θέλεις να ξαπλώσεις, πήγαινε, αλλά θα ήθελα να λες πράγματα που καταλαβαίνω».

Για αρκετή ώρα η Φάιλε στάθηκε εκεί μελετώντας το πρόσωπό του κι έπειτα, ξαφνικά, δάγκωσε το χείλος της. Του Πέριν του φάνηκε ότι προσπαθούσε να μη γελάσει. «Αχ, Πέριν, μερικές φορές πιστεύω ότι αυτό που απολαμβάνω περισσότερο από κάθε τι είναι η αθωότητά σου». Πράγματι, αποχρώσεις γέλιου έβαφαν τη φωνή της. «Πάνε στο... φίλο σου και το πρωί πες μου τι έγινε. Πολλά ή λίγα, όσα θέλεις». Του τράβηξε το κεφάλι κάτω, άγγιξε τα χείλη του μ' ένα φιλί και μετά χάθηκε στο διάδρομο, βιαστικά όσο το φιλί.