Выбрать главу

«Γιατί όχι; Μου έχεις ξαναμιλήσει. Και της Εγκουέν, επίσης, της φάνηκε ότι σε είδε. Εσύ δεν ήσουν;» Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε. «Πώς ξέρεις το όνομά μου; Ξέρεις έτσι διάφορα πράγματα;»

«Ξέρω ό,τι βλέπω και ακούω. Σας παρακολουθούσα και σας άκουγα όποτε μπορούσα να σας βρω. Εσένα, τις άλλες δύο γυναίκες και το νεαρό με τους λύκους του. Σύμφωνα με τις εντολές, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με όσους ξέρουν ότι είναι στον Τελ'αράν'ριοντ. Αλλά το κακό περπατά και στα όνειρα, όχι μόνο στον κόσμο της σάρκας· εσείς, που το πολεμάτε, με τραβάτε κοντά σας. Ακόμα και ξέροντας ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, νιώθω ότι θέλω να σας βοηθήσω. Αλλά δεν μπορώ. Αυτό θα παραβίαζε τις εντολές, εντολές που με κρατούν εδώ και τόσο πολλές στροφές του Τροχού, που στις πιο παλιές και πιο αχνές αναμνήσεις μου ξέρω ότι είχα ήδη ζήσει εκατό ζωές, ή χίλιες. Όταν σου μιλάω, παραβιάζω εντολές που είναι δυνατές, σαν νόμος».

«Πράγματι», είπε μια τραχιά, αντρική φωνή.

Η Νυνάβε τινάχτηκε και παραλίγο να εξαπολύσει τη Δύναμη. Ο άντρας ήταν μελαψός, με γερούς μυς, ενώ πίσω από τους ώμους του ξεπρόβαλλαν οι μακριές λαβές δύο σπαθιών, καθώς ερχόταν στην Μπιργκίττε με πλατιά βήματα από κει που είχε εμφανιστεί. Η όψη του και αυτά που είχε ακούσει από την Μπιργκίττε ήταν αρκετά για να αναγνωρίσει τον Γκάινταλ Κέιν, αλλά παρ' όλο που η λαμπερή, χρυσόμαλλη Μπιργκίττε ήταν όμορφη όσο έλεγαν τα παραμύθια, αυτός δεν ήταν καθόλου ωραίος. Για την ακρίβεια, ήταν από τους πιο άσχημους άντρες που είχε συναντήσει ποτέ της η Νυνάβε, με φαρδύ, πλακουτσό πρόσωπο, βαριά, μεγάλη μύτη και στόμα λεπτό σαν χαρακιά και πολύ πλατύ. Η Μπιργκίττε, όμως, του χαμογέλασε· ο τρόπος που του άγγιξε το μάγουλο έδειχνε κάτι παραπάνω από συμπάθεια. Η έκπληξη ήταν ότι ο κοντύτερος από τους δύο ήταν ο Κέιν. «Συνήθως γεννιέται αρκετά πριν από μένα —έτσι, όταν δεν μπορώ να τον βρω, ξέρω ότι πλησιάζει ο καιρός μου― και όταν τον ανταμώνω με σάρκα και οστά, στην αρχή συνήθως τον μισώ. Αλλά σχεδόν πάντα καταλήγουμε εραστές ή παντρεμένοι. Απλή ιστορία, αλλά νομίζω ότι την εηαναλάβαμε με χίλιες παραλλαγές».

Ο Κέιν δεν έδινε σημασία στη Νυνάβε, ήταν σαν να μην υπήρχε. «Οι εντολές υπάρχουν για κάποιο λόγο, Μπιργκίττε. Όταν τις παραβιάζουμε, το μόνο αποτέλεσμα είναι συμφορές και αγωνίες». Η Νυνάβε κατάλαβε ότι η φωνή του ήταν πράγματι τραχιά. Δεν έμοιαζε με τη φωνή του ανθρώπου στα παραμύθια.

«Μάλλον δεν μπορώ να κάθομαι όταν το κακό δίνει μάχη», είπε χαμηλόφωνα η Μπιργκίττε. «Ή ίσως να πεινώ ξανά για τη σάρκα. Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που γεννηθήκαμε. Η Σκιά απλώνεται ξανά, Γκάινταλ. Απλώνεται εδώ. Πρέπει να την πολεμήσουμε. Γι' αυτό το λόγο είμαστε δεσμευμένοι στον Τροχό».

«Όταν μας καλέσει το Κέρας, θα πολεμήσουμε. Όταν μας υφάνει ο Τροχός, θα πολεμήσουμε. Μόνο τότε!» Την αγριοκοίταξε. Μήπως ξέχασες τι σου υποσχέθηκε η Μογκέντιεν, όταν ακολουθήσαμε τον Λουζ Θέριν; Την είδα, Μπιργκίττε. Θα σε γνωρίσει εδώ».

Η Μπιργκίττε στράφηκε στη Νυνάβε. «Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά μην περιμένεις πολλά. Ο Τελ'αράν'ριοντ είναι ολόκληρος ο κόσμος μου και εδώ μπορώ να κάνω λιγότερα από σένα».

«Τι μπορείς να μου πεις για τη Μογκέντιεν, Μπιργκίττε; Πρέπει να ξέρω όσα μπορώ, για να τα βάλω μαζί της».

Η Μπιργκίττε έγειρε στο τόξο της και έσμιξε τα φρύδια σκεφτική. «Είναι δύσκολο να τα βάλεις με τη Μογκέντιεν κι όχι μόνο επειδή είναι Αποδιωγμένη. Κρύβεται και δεν ριψοκινδυνεύει. Επιτίθεται μόνο όταν δει αδυναμία και κινείται μόνο στις σκιές. Αν φοβηθεί την ήττα, θα το σκάσει· δεν είναι απ' αυτούς που πολεμούν μέχρι τέλους, έστω κι αν έτσι θα είχε μια ελπίδα να νικήσει. Μία μόνο ελπίδα δεν της αρκεί. Αλλά μην την πάρεις αψήφιστα. Είναι ένα ερπετό κουλουριασμένο στα ψηλά χορτάρια, περιμένει τη στιγμή της για να χτυπήσει με λιγότερη συμπόνια από το φίδι. Ειδικά εδώ, μην την πάρεις αψήφιστα. Η Λανφίαρ πάντα διεκδικούσε τον Τελ'αράν'ριοντ για δικό της, αλλά η Μογκέντιεν μπορούσε να κάνει εδώ πράγματα που την ξεπερνούσαν, αν και δεν έχει τη δύναμη της Λανφίαρ στον κόσμο της σάρκας. Νομίζω ότι δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει τη Λανφίαρ».

Η Νυνάβε ρίγησε και ο φόβος πάλεψε με το θυμό, που την έκανε να κρατά μέσα της τη Δύναμη. Η Μογκέντιεν, η Λανφίαρ. Αυτή η γυναίκα μιλούσε πολύ ανέμελα για τους Αποδιωγμένους. «Μπιργκίττε, τι σου υποσχέθηκε η Μογκέντιεν;»

«Ήξερε τι ήμουν, αν κι εγώ δεν το ήξερα. Πώς, δεν γνωρίζω». Η Μπιργκίττε έριξε μια ματιά στον Κέιν· εκείνος έμοιαζε απασχολημένος με το σπαθί του, αλλά αυτή καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή της. «Υποσχέθηκε ότι θα με κάνει να κλαίω μόνη για όσο γυρνά ο Τροχός. Το είπε σαν να ήταν ένα γεγονός που απλώς δεν είχε συμβεί ακόμα».