«Αλλά είσαι πρόθυμη να βοηθήσεις».
«Σύμφωνα με τις δυνατότητές μου, Νυνάβε. Μην ξεχνάς αυτό που σου είπα, να μην περιμένεις πολλά». Ξανακοίταξε τον άντρα, που ακόνιζε το σπαθί του. «Θα ξανανταμώσουμε, Νυνάβε. Αν προσέχεις και αν επιζήσεις». Σήκωσε το ασημένιο τόξο της, πλησίασε τον Κέιν, έφερε το άλλο χέρι της γύρω από τους ώμους του και του μουρμούρισε κάτι στο αφτί. Η Νυνάβε δεν άκουσε τι είχε πει, αλλά ο Κέιν γελούσε καθώς εξαφανίζονταν.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Προσοχή. Όλοι της έλεγαν προσοχή. Μια ηρωίδα των θρύλων της είχε πει ότι θα τη βοηθούσε, μόνο που δεν είχε πολλά να κάνει. Και υπήρχε μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο.
Η σκέψη της Μογκέντιεν, αυτού που είχε κάνει στη Νυνάβε, της κέντρισε το φόβο και η Μία Δύναμη άστραψε μέσα της σαν ήλιος. Ξαφνικά βρέθηκε πίσω, στη μεγάλη αίθουσα όπου στεκόταν πριν, σχεδόν ελπίζοντας να έχει επιστρέψει η Μογκέντιεν. Μα η αίθουσα ήταν άδεια, μόνο η Νυνάβε βρισκόταν εκεί. Η οργή και η Δύναμη φούσκωσαν μέσα της, ώσπου της φάνηκε ότι το δέρμα της θα ξεραινόταν και θα καρβούνιαζε. Η Μογκέντιεν, ή κάποια Μαύρη αδελφή, θα την ένιωθαν πολύ πιο εύκολα αν κρατούσε τη Δύναμη παρά χωρίς αυτήν, αλλά πάντως συνέχισε να την κρατάει. Σχεδόν ήθελε να τη βρουν, για να τις χτυπήσει. Η Τεμάιλε μάλλον θα ήταν ακόμα στον Τελ'αράν'ριοντ. Αν ξαναγυρνούσε σε εκείνη την κρεβατοκάμαρα, θα ξεμπέρδευε με την Τεμάιλε μια για πάντα. Θα ξεμπέρδευε με την Τεμάιλε ― και θα προειδοποιούσε τις άλλες. Της ήρθε να μουγκρίσει.
Τι έβλεπε η Μογκέντιεν και χαμογελούσε; Η Νυνάβε πλησίασε τη θήκη, ένα πλατύ, γυάλινο κουτί πάνω σε ένα σκαλισμένο τραπέζι και κοίταξε μέσα. Έξι αταίριαστα ειδώλια σχημάτιζαν έναν κύκλο κάτω από το γυαλί. Μια γυμνή γυναίκα ύψους τριάντα πότων ισορροπούσε στις μύτες του ενός ποδιού χορεύοντας με μια κομψή κίνηση, ένας βοσκός στο μισό ύψος της έπαιζε έναν αυλό, με το ραβδί στον ώμο κι ένα πρόβατο στα πόδια του, καθώς και άλλα αντίστοιχα. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, όμως, για αυτό που είχε προκαλέσει το χαμόγελο της Μογκέντιεν.
Στο κέντρο του κύκλου, σε ένα στήριγμα από κόκκινο, λακαρισμένο ξύλο, υπήρχε ένας δίσκος μεγάλος σαν ανδρικό χέρι, τον οποίο διαιρούσε στα δύο μια ελικοειδής γραμμή· το ένα μισό έλαμπε πιο λευκό κι από το χιόνι, ενώ το άλλο ήταν πιο μαύρο από πίσσα. Η Νυνάβε ήξερε ότι ήταν φτιαγμένο από κουεντιγιάρ· είχε ξαναδεί όμοιό του και μόνο επτά είχαν κατασκευαστεί ποτέ. Ήταν μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού· ήταν η εστία για μια από τις κλειδωνιές που τον κρατούσαν μακριά από τον κόσμο, στο Σάγιολ Γκουλ. Τούτη ήταν ίσως μια ανακάλυψη εξίσου σημαντική με ό,τι κι αν ήταν εκείνο που απειλούσε τον Ραντ. Έπρεπε να το πάρουν από το Μαύρο Άτζα.
Ξαφνικά αντιλήφθηκε το καθρέφτισμά της. Το πάνω μέρος της θήκης ήταν από το καλύτερο γυαλί, χωρίς καθόλου φυσαλίδες, και χάριζε εικόνα καθαρή, σαν καθρέφτης, αν και ήταν πιο σκοτεινή. Οι σκούρες πράσινες πτυχές του μεταξιού αγκάλιαζαν το σώμα της και έτσι έδειχναν κάθε καμπύλη του στήθους, των γοφών και των μηρών της. Μακριές, μελιές κοτσίδες, γεμάτες χάντρες από νεφρίτη, αγκάλιαζαν ένα πρόσωπο με μεγάλα, καστανά μάτια και σουφρωμένο στόμα. Φυσικά, η λάμψη του σαϊντάρ δεν φαινόταν. Αν και ήταν μασκαρεμένη έτσι που δεν γνώριζε και η ίδια τον εαυτό της, κυκλοφορούσε σαν να κρατούσε μια ζωγραφισμένη ταμπέλα που ανακοίνωνε ότι ήταν Άες Σεντάι.
«Μπορώ να προσέχω», μουρμούρισε. Αλλά έμεινε ακόμα λίγο έτσι. Η Δύναμη έκανε τη ζωή να σφύζει στα μέλη της, σαν να πότιζαν τη σάρκα της όλες οι απολαύσεις που είχε γνωρίσει ποτέ. Στο τέλος ένιωθε τόσο ανόητη, που ο θυμός της υποχώρησε λιγάκι και αυτό της επέτρεψε να αφήσει τη Δύναμη. Ή μπορεί να είχε καταπραΰνει το θυμό της τόσο, που δεν μπορούσε πια να κρατήσει τη Δύναμη.
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, δεν τη βοηθούσε στην έρευνά της. Αυτό που έψαχνε έπρεπε να είναι κάπου σ' αυτή την πελώρια αίθουσα, ανάμεσα σ' όλα αυτά τα εκθέματα. Τράβηξε το βλέμμα από κάτι που έμοιαζε να είναι τα κόκαλα μιας σαύρας όλο δόντια, η οποία είχε ύψος δέκα βήματα, και έκλεισε τα μάτια. Ανάγκη. Κίνδυνος για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, για τον Ραντ. Κίνδυνος.
Αλλαγή.
Στεκόταν πλάι στο λευκό, μεταξωτό σκοινί που έζωνε τους τοίχους και η άκρη ενός λευκού, πέτρινου στηρίγματος άγγιζε το φόρεμά της. Με την πρώτη ματιά, αυτό που ήταν εκεί πάνω δεν φαινόταν πολύ επικίνδυνο —ένα περιδέραιο και δύο βραχιόλια από αρθρωτό, μαύρο μέταλλο― αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να πλησιάσει πιο κοντά. Μόνο αν το φορούσα, σκέφτηκε πικρά.