Выбрать главу

Άπλωσε το χέρι να το αγγίξει -Πόνος. Θλίψη. Δυστυχία― και το πήρε πίσω με μια κοφτή κραυγή, ενώ τα αδρά συναισθήματα αντηχούσαν στο νου της. Ακόμα και οι ελάχιστες αμφιβολίες που είχε, χάθηκαν. Το Μαύρο Άτζα αυτό έψαχνε. Κι αν βρισκόταν ακόμα εδώ, στο βάθρο του στον Τελ'αράν'ριοντ, τότε βρισκόταν ακόμα εκεί και στον ξυπνητό κόσμο. Τις είχε νικήσει. Ήταν αυτό το λευκό, πέτρινο βάθρο.

Γύρισε και κοίταξε τη γυάλινη θήκη που είχε τη σφραγίδα του κουεντιγιάρ, εντόπισε με το βλέμμα το μέρος που στεκόταν όταν είχε πρωτοδεί τη Μογκέντιεν. Η Αποδιωγμένη κοίταζε σ' αυτό το βάθρο τα βραχιόλια και το περιλαίμιο. Η Μογκέντιεν σίγουρα ήξερε. Αλλά...

Όλα γύρω της στριφογύρισαν και θόλωσαν, ξεθωριάζοντας.

«Ξύπνα, Νυνάβε», μουρμούρισε η Ηλαίην καταπίνοντας το χασμουρητό της, καθώς κουνούσε τους ώμους της κοιμισμένης γυναίκας. «Σίγουρα έχει περάσει μία ώρα. Θέλω κι εγώ να κοιμηθώ. Ξύπνα, αλλιώς θα δεις πώς είναι να σου χώνουν το κεφάλι σ' έναν κουβά νερό».

Τα μάτια της Νυνάβε άνοιξαν απότομα, κοιτάζοντάς την. «Αν ξέρει τι είναι, γιατί δεν τους το έδωσε; Αν αυτές ξέρουν ποια είναι, τότε γιατί αναγκάζεται να το ψάξει στον Τελ'αράν'ριοντ; Άραγε κρύβεται κι απ' αυτές;»

«Τι λες τώρα;»

Οι κοτσίδες της Νυνάβε τινάχτηκαν πέρα-δώθε καθώς σηκωνόταν για να καθίσει με την πλάτη στο κεφαλάρι του κρεβατιού, κατεβάζοντας απότομα το μεταξωτό μεσοφόρι της. «Θα σου πω τι λέω».

Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς η Νυνάβε ξεδίπλωνε την ιστορία του πώς είχε εξελιχθεί η συνάντηση της με την Εγκουέν. Η έρευνα με την ανάγκη. Η Μογκέντιεν. Η Μπιργκίττε και ο Γκάινταλ Κέιν. Το περιδέραιο και τα βραχιόλια από μαύρο μέταλλο. Ο Ασμόντιαν στην Ερημιά. Μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού στο Παλάτι της Πανάρχισσας. Η Ηλαίην έπεσε αδύναμα στην άκρη του στρώματος, πριν η Νυνάβε φτάσει στο σημείο για την Τεμάιλε και την Πανάρχισσα, κάτι που πρόσθεσε σχεδόν σαν να ήταν δευτερεύον. Και το γεγονός ότι είχε αλλάξει την εμφάνισή της και είχε μασκαρευτεί σε Ρέντρα. Αν το πρόσωπο της Νυνάβε δεν είχε αυτή τη βλοσυρή σοβαρότητα, η Ηλαίην θα το περνούσε για κάποια παρατραβηγμένη ιστορία του Θομ.

Η Εγκήνιν, που καθόταν σταυροπόδι μέσα στο λινό μεσοφόρι της, με τα χέρια στα γόνατα, έδειχνε ότι μάλλον δεν το πίστευε. Η Ηλαίην έλπιζε ότι η Νυνάβε δεν θα τη μάλωνε που είχε λύσει τα χέρια της άλλης.

Η Μογκέντιεν. Αυτό ήταν το πιο τρομακτικό. Μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο. Μια Αποδιωγμένη που είχε υφάνει τη Δύναμη γύρω τους, κάνοντάς τες να της πουν τα πάντα. Η Ηλαίην δεν θυμόταν τίποτα γι' αυτό. Η σκέψη την έκανε να ζουλήξει το στομάχι της, που ξαφνικά ανακατευόταν. «Δεν ξέρω αν η Μογκέντιεν» -Φως μου, άραγε στ' αλήθεια μπήκε μέσα και μας ανάγκασε να...;― «κρύβεται από τη Λίαντριν και τις άλλες, Νυνάβε. Φαίνεται ότι η Μπιργκίττε» -Φως μου, η Μπιργκίττε της δίνει συμβουλές!― «κάτι τέτοιο είπε».

«Ό,τι και να σκαρώνει η Μογκέντιεν», είπε η Νυνάβε με σφιγμένη φωνή, «έχω έναν ανοιχτό λογαριασμό μαζί της». Ξανάπεσε στο κεφαλάρι με τα σκαλισμένα λουλούδια. «Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να πάρουμε τη σφραγίδα, όπως επίσης και το περιδέραιο με τα βραχιόλια».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Πώς μπορεί ένα κόσμημα να είναι επικίνδυνο για τον Ραντ; Είσαι σίγουρη; Μήπως είναι κανένα τερ'ανγκριάλ; Πώς ακριβώς έμοιαζαν;»

«Έμοιαζαν με περιδέραιο και βραχιόλια», είπε με απόγνωση πια η Νυνάβε. Δύο αρθρωτά βραχιόλια από μαύρο μέταλλο και ένα φαρδύ περιδέραιο, σαν μαύρο περιλαίμιο...» Το βλέμμα της στράφηκε στην Εγκήνιν, όχι όμως πιο γρήγορα από το βλέμμα της Ηλαίην.

Ατάραχη, η μελαχρινή γυναίκα άλλαξε στάση και κάθισε πάνω στα διπλωμένα πόδια της. «Δεν άκουσα ποτέ να έχει φτιαχτεί α'νταμ για άντρα, ή κάποιο που να είναι όπως το περιγράφετε. Κανένας δεν προσπαθεί να ελέγξει έναν άντρα που διαβιβάζει».

«Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του», είπε αργά η Ηλαίην. Αχ, Φως μου, μάλλον έλπιζα να μην υπάρχει τέτοιο πράγμα. Τουλάχιστον το είχε βρει πρώτη η Νυνάβε· τουλάχιστον είχαν μια ευκαιρία να εμποδίσουν τις άλλες να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του Ραντ.

Τα μάτια της Νυνάβε στένεψαν όταν είδε τα λυμένα χέρια της Εγκήνιν, αλλά δεν το ανέφερε. «Η Μογκέντιεν πρέπει να είναι η μόνη που ξέρει. Αλλιώς δεν βγαίνει νόημα. Αν βρούμε έναν τρόπο να μπούμε στο παλάτι, θα πάρουμε τη σφραγίδα και το... ό,τι είναι τέλος πάντων. Κι αν βγάλουμε και την Αμάθιρα, οι Λίαντριν και οι υποτακτικές της θα βρουν γύρω τους έναν κλοιό από τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας, την Πολιτοφυλακή και ίσως τους Λευκομανδίτες. Δεν θα γλιτώσουν διαβιβάζοντας! Το πρόβλημα είναι να μπούμε μέσα απαρατήρητες».