Выбрать главу

«Δεν ήρθαμε εδώ για να κόψουμε λαρύγγια των Σωντσάν», είπε η Νυνάβε, λες κι αυτό μπορεί να άλλαζε μετά. «Μπέυλ, Τζούιλιν, βγάλτε τον στο σοκάκι πίσω από το πανδοχείο. Όταν ξυπνήσει, θα είναι τυχερός αν του έχουν αφήσει τα ασπρόρουχά του. Θομ, βρες τη Ρέντρα και πες της ότι θέλουμε δυνατό τσάι στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν. Και ρώτα μήπως έχει φλοιό ιτιάς ή άσεμ· θα σου φτιάξω κάτι για το κεφάλι». Οι τρεις άντρες την κοίταξαν. «Άντε, κουνηθείτε!» τους φώναξε. «Έχουμε να καταστρώσουμε τα σχέδια μας!» Μόλις που άφησε την Ηλαίην να ξαναμπεί μέσα πριν βροντήξει την πόρτα και πήρε να βάλει το φόρεμά της πάνω από το κεφάλι. Η Εγκήνιν φόρεσε βιαστικά το δικό της, λες και οι άντρες την κοίταζαν ακόμα.

«Εγκήνιν, το καλύτερο είναι να μην τους δίνεις σημασία», είπε η Ηλαίην. Ήταν παράξενο να συμβουλεύει κάποια που ήταν μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, αλλά η Σωντσάν, όσο ικανή κι αν ήταν σε άλλα θέματα, προφανώς ήξερε ελάχιστα για τους άντρες. «Αλλιώς, απλώς τους ενθαρρύνεις. Δεν ξέρω γιατί», παραδέχτηκε, «αλλά έτσι είναι. Ήσουν ευπρεπώς ντυμένη. Στ' αλήθεια».

Το κεφάλι της Εγκήνιν πρόβαλε από το λαιμό του φορέματός της. «Ευπρεπώς; Δεν είμαι σερβιτόρα. Δεν είμαι χορεύτρια σία!» Το κατσουφιασμένο πρόσωπό της μαλάκωσε και πήρε μια μπερδεμένη έκφραση. «Δεν είναι καθόλου άσχημος, όμως. Δεν τον είχα σκεφτεί έτσι πιο πριν».

Η Ηλαίην, ενώ αναρωτιόταν τι ήταν η χορεύτρια σία, πήγε να τη βοηθήσει με τα κουμπιά. «Η Ρέντρα θα έχει να σου πει δυο λογάκια, αν αφήσεις τον Τζούιλιν να φλερτάρει μαζί σου».

Η μελαχρινή γυναίκα την κοίταξε έκπληκτη πάνω από τον ώμο της. «Τον κλεφτοκυνηγό; Εννοούσα τον Μπέυλ Ντόμον. Άντρας με τα όλα του. Μα είναι λαθρέμπορος», αναστέναξε λυπημένα. «Παράνομος».

Η Ηλαίην καταλάβαινε ότι τα γούστα διέφεραν —η Νυνάβε αγαπούσε τον Λαν, τον οποίο η ίδια έβρισκε πολύ άγριο στο πρόσωπο και απειλητικό― αλλά τον Μπέυλ Ντόμον; Το φάρδος του έφτανε το μισό του ύψος, ήταν σωματώδης σαν Ογκιρανός!

«Φλυαρείς σαν τη Ρέντρα, Ηλαίην», την αποπήρε η Νυνάβε. Πάλευε να κουμπώσει το φόρεμά της με τα δύο χέρια στην πλάτη της. «Αν τελείωσες τα γλυκανάλατα για τους άντρες, μήπως θα σε πείραζε να μας μιλήσεις κάποια άλλη στιγμή για την καινούρια μοδίστρα που σίγουρα έχεις βρει; Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδια μας. Αν περιμένουμε μέχρι να έρθουν οι άντρες, θα θελήσουν να πάρουν το πάνω χέρι και δεν θέλω να χάσω χρόνο για να τους βάλω στη θέση τους. Τελείωσες μ' αυτή; Θέλω κι εγώ ένα χεράκι».

Η Ηλαίην κούμπωσε γοργά το τελευταίο κουμπάκι της Εγκήνιν και πλησίασε ψυχρά την Νυνάβε. Δεν μιλούσε για άντρες και φορέματα. Πολύ λιγότερο από τη Ρέντρα. Η Νυνάβε, κρατώντας στην άκρη τις κοτσίδες της, την κοίταξε συνοφρυωμένη όταν η Ηλαίην της τράβηξε απότομα το φόρεμα για να πιάσει τα κουμπιά. Τα τρία που ήταν βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο ήταν αναγκαία, δεν ήταν μόνο για στόλισμα. Η Νυνάβε επέτρεπε στη Ρέντρα να την πείσει για τα στενά αυτά φορέματα, που ήταν της τελευταίας μόδας. Και μετά έλεγε για τους άλλους, ότι σπαταλούσαν την ώρα τους μιλώντας για ρούχα. Λες κι εκείνη δεν σκεφτόταν άλλα πράγματα. «Σκεφτόμουν πώς μπορούμε να κινηθούμε μέσα στο παλάτι απαρατήρητες, Νυνάβε. Μπορούμε να γίνουμε σχεδόν αόρατες».

Καθώς μιλούσε, η έκφραση της Νυνάβε ηρέμησε. Κι η Νυνάβε είχε σκεφτεί έναν τρόπο να μπουν στο παλάτι. Όταν η Εγκήνιν έκανε μερικές υποδείξεις, το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, αλλά οι ιδέες της ήταν λογικές και ακόμα και η Νυνάβε δεν μπορούσε να τις απορρίψει επιπόλαια. Όταν ήταν έτοιμες να κατέβουν στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, είχαν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο και δεν είχαν καμία πρόσθεση να αφήσουν τους άντρες να αλλάξουν τίποτα. Η Μογκέντιεν, το Μαύρο Άτζα, όποιοι κι αν έκαναν κουμάντο στο Παλάτι της Πανάρχισσας, θα έχαναν το θησαυρό τους πριν καταλάβουν τι είχε συμβεί.

53

Το Τίμημα Μιας Αναχώρησης

Μόνο τρία κεριά και δυο λάμπες φώτιζαν την κοινή αίθουσα του Πανδοχείου της Οινοπηγής, μιας και υπήρχε έλλειψη τόσο στα κεριά όσο και στο λάδι. Τα δόρατα και τα άλλα όπλα είχαν εξαφανιστεί από τους τοίχους· το βαρέλι με τα παλιά σπαθιά είχε αδειάσει. Οι λάμπες βρίσκονταν πάνω σε δύο τραπέζια, τα οποία είχαν σπρώξει μαζί μπροστά στο ψηλό, πέτρινο τζάκι, όπου η Μάριν αλ'Βέρ, η Νταίζε Κόνγκαρ και άλλες του Κύκλου των Γυναικών ανέτρεχαν στους καταλόγους με τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν απομείνει στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Πέριν προσπαθούσε να μην τις ακούει.