Выбрать главу

Σε ένα άλλο τραπέζι, η ακονόπετρα της Φάιλε έκανε ένα μαλακό, σταθερό φσστ-φσστ καθώς ακόνιζε ένα από τα μαχαίρια της. Είχε μπροστά της ένα τόξο και μια γεμάτη φαρέτρα στη ζώνη. Όπως είχε φανεί, ήταν καλή στο σημάδι, αλλά ο Πέριν έλπιζε να μην ανακάλυπτε ποτέ της ότι χρησιμοποιούσε παιδικό τόξο· δεν μπορούσε να λυγίσει το μακρύ τόξο των αντρών των Δύο Ποταμών, αν και αρνιόταν να το παραδεχτεί.

Παραμέρισε το τσεκούρι του για να μην του τρυπάει το πλευρό και προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά σ’ αυτό που συζητούσε με τους άντρες γύρω του στο τραπέζι. Δεν είχαν όλοι την προσοχή τους εκεί που έπρεπε.

«Αυτές έχουν λάμπες», μουρμούρισε ο Τσεν, «κι εμείς τα κουτσοβολεύουμε με σπαρματσέτα». Ο ροζιασμένος γέρος αγριοκοίταξε τα δύο κεριά στα μπρούτζινα κηροπήγια.

«Δώσε τόπο στην οργή, Τσεν», έκανε κουρασμένα ο Ταμ, βγάζοντας τσιμπούκι και ταμπακοσακούλα από τη ζώνη του σπαθιού του. «Μια φορά δώσε τόπο στην οργή».

«Αν έπρεπε να διαβάσουμε ή να γράψουμε», είπε ο Άμπελ με φωνή πιο ανυπόνομη απ' όσο έδειχναν τα λόγια του, «θα είχαμε λάμπες». Είχε έναν επίδεσμο τυλιγμένο γύρω από τους κροτάφους του.

Ο Μπραν, σαν να ήθελε να θυμίσει στον καλαμοτεχνίτη ότι ήταν δήμαρχος, έστρωσε την ασημένια πλάκα που κρεμόταν στο στήθος του, η οποία έδειχνε μια ζυγαριά. «Να σκέφτεσαι τη δουλειά που έχουμε να κάνουμε, Τσεν. Δεν θέλω να τρως την ώρα του Πέριν».

«Είπα μόνο ότι έπρεπε να έχουμε λάμπες», παραπονέθηκε ο Τσεν. «Ο Πέριν θα μου έλεγε αν του έτρωγα την ώρα».

Ο Πέριν αναστέναξε· η νύχτα προσπαθούσε να του σφαλίσει τα βλέφαρα. Ευχήθηκε να ήταν κάποιου άλλου η σειρά να εκπροσωπήσει το Συμβούλιο του Χωριού, να ήταν ο Χάραλ Λούχαν, ή ο Γιον Θέην, ή ο Σάμελ Κρω ― οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Τσεν με την γκρίνια του. Επίσης, καμιά φορά ευχόταν να γυρνούσε ένας απ' αυτούς τους άντρες και να του έλεγε αυτά που θα ήθελε να ακούσει. «Νεαρέ μου, αυτό είναι δουλειά του Δημάρχου και τον Συμβουλίου. Γύρνα στο καμίνι σου. Θα σον πούμε τι να κάνεις». Αντιθέτως, ανησυχούσαν μήπως του σπαταλούσαν το χρόνο, τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Ο χρόνος. Πόσες επιθέσεις είχαν γίνει αυτές τις επτά μέρες μετά την πρώτη; Δεν ήταν σίγουρος πια.

Ο επίδεσμος στο κεφάλι του Αμπελ ενοχλούσε τον Πέριν. Τώρα οι Άες Σεντάι Θεράπευαν μόνο τις πιο σοβαρές πληγές· αν κανείς τα κατάφερνε χωρίς αυτές, τον άφηναν. Όχι ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί βαριά τραυματισμένοι, αλλά, όπως επισήμανε πικρόχολα η Βέριν, ακόμα και οι Άες Σεντάι είχαν ένα όριο στη δύναμή τους· όπως φαινόταν, το κόλπο με τις πέτρες των καταπελτών τις κούραζε όσο και η Θεραπεία. Για μια φορά, δεν ήθελε να σκέφτεται τα όρια της δύναμης των Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολλοί οι βαριά τραυματισμένοι. Ακόμα.

«Πώς πάμε από βέλη;» ρώτησε. Αυτά τα πράγματα έπρεπε να σκέφτεται.

«Καλούτσικα», είπε ο Ταμ ανάβοντας την πίπα του με ένα σπαρματσέτο. «Ακόμα ξαναβρίσκουμε τα περισσότερα από τα χρησιμοποιημένα, τουλάχιστον τη μέρα. Τη νύχτα πολλούς νεκρούς τους σέρνουν αλλού —για να γεμίσουν τα καζάνια, φαντάζομαι― και εκείνα τα χάνουμε». Έβγαζαν και οι άλλοι τα τσιμπούκια τους τώρα, από θύλακες και από τσέπες των σακακιών τους. Ο Τσεν γκρίνιαξε ότι είχε ξεχάσει το θύλακό του. Ο Μπραν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, του έδωσε το δικό του, ενώ το φαλακρό κεφάλι του γυάλιζε στο φως των κεριών.

Ο Πέριν έτριψε το μέτωπό του. Τι ήθελε να ρωτήσει μετά; Τους πασσάλους. Τώρα, στις περισσότερες επιθέσεις η μάχη έφτανε στους πασσάλους, ειδικά τη νύχτα. Πόσες φορές οι Τρόλοκ παραλίγο να περάσουν; Τρεις; Τέσσερις; «Έχουν όλοι δόρυ ή κάποιο μακρύ όπλο; Τι έχει μείνει, ώστε να φτιάξουμε άλλα;» Του απάντησε η σιωπή και ο Πέριν κατέβασε το χέρι του. Οι άντρες τον κοιτούσαν αμίλητοι.

«Το ρώτησες χθες», είπε μαλακά ο Άμπελ. «Και ο Χάραλ σου είπε ότι δεν έχει απομείνει στο χωριό ούτε ένα δρεπάνι, ούτε ένα δικράνι που να μην το κάναμε όπλο. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε περισσότερα όπλα από χέρια».

«Ναι. Φυσικά. Μου διέφυγε». Τα αφτιά του έπιασαν ένα απόσπασμα της συζήτησης στον Κύκλο των Γυναικών.

«...δεν πρέπει να το μάθουν οι άντρες», έλεγε χαμηλόφωνα η Μάριν, σαν να επαναλάμβανε μια συχνή προτροπή.

«Και βέβαια όχι», ξεφύσησε η Νταίζε, μαλακά κι αυτή. «Αν οι ανόητοι μάθουν ότι οι γυναίκες τρώνε μισές μερίδες, θα επιμένουν να τρώμε τα ίδια και δεν μπορούμε...»

Ο Πέριν έκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να κλείσει και τα αφτιά του. Φυσικά. Οι άντρες πολεμούσαν. Οι άντρες έπρεπε να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Απλό. Τουλάχιστον δεν είχε χρειαστεί ακόμα να πολεμήσουν οι γυναίκες. Εκτός από τις δύο Αελίτισσες, φυσικά, και τη Φάιλε, όμως αυτή τουλάχιστον ήταν έξυπνη και ήξερε να κάνει πίσω όταν κατέληγαν να λογχίζουν ανάμεσα στους πασσάλους. Αυτός ήταν ο λόγος που της είχε βρει το τόξο. Είχε καρδιά λεοπάρδαλης και θάρρος δύο αντρών μαζί.