«Νομίζω ότι είναι ώρα να πας για ύπνο, Πέριν», πρότεινε ο Μπραν. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι, να κοιμάσαι μια ώρα τώρα και μια ώρα μετά».
Ο Πέριν έξυσε με δύναμη τη γενειάδα του και προσπάθησε να δείξει ότι η προσοχή του ήταν ακόμα συγκεντρωμένη εκεί. «Θα κοιμηθώ αργότερα». Όταν θα τελείωναν όλα. «Κοιμούνται αρκετά οι άντρες; Είδα μερικούς να είναι όρθιοι, ενώ θα έπρεπε να —»
Η εξώπορτα άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα ο κοκαλιάρης Ντάνιλ Λιούιν με το τόξο στο χέρι, λαχανιασμένος. Φορούσε στη ζώνη ένα σπαθί από το βαρέλι· ο Ταμ έκανε μαθήματα όποτε πρόφταινε και μερικές φορές το ίδιο έκανε και κανένας Πρόμαχος.
Πριν ο Ντάνιλ ανοίξει το στόμα, η Νταίζε τον αποπήρε. «Σε στάβλο γεννήθηκες, Ντάνιλ Λιούιν;»
«Για πρόσεχε την πόρτα μου άλλη φορά». Το όλο νόημα βλέμμα της Μάριν απευθυνόταν τόσο στο λιγνό νεαρό, όσο και στην Νταίζε ― μια υπενθύμιση ότι η πόρτα ήταν δική της.
Ο Ντάνιλ έσκυψε το κεφάλι και ξερόβηξε. «Με συγχωρείς, κυρά αλ'Βέρ», έσπευσε να πει. «Με συγχωρείς, Σοφία. Συγνώμη που χώθηκα μέσα έτσι φουριόζος, αλλά έχω μήνυμα για τον Πέριν». Έτρεξε στο τραπέζι των αντρών, σαν να φοβόταν ότι οι γυναίκες θα τον σταματούσαν πάλι. «Οι Λευκομανδίτες έφεραν έναν που θέλει να σου μιλήσει, Πέριν. Δεν μιλάει σε κανέναν άλλο. Είναι άσχημα πληγωμένος, Πέριν. Τον έφεραν μόνο ως την άκρη του χωριού. Μου φαίνεται δεν θα άντεχε να φτάσει στο πανδοχείο».
Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος. «Πάω». Πάντως δεν ήταν άλλη επίθεση. Τη νύχτα ήταν χειρότερες.
Η Φάιλε άρπαξε το τόξο της και τον πλησίασε πριν αυτός φτάσει στην πόρτα. Σηκώθηκε και ο Άραμ επίσης, διστακτικά, από τις σκιές στη βάση της σκάλας. Μερικές φορές ο Πέριν ξεχνούσε ότι ο άλλος ήταν εκεί, τόσο ασάλευτος που καθόταν. Φαινόταν παράξενος με το σπαθί ζωσμένο στους ιμάντες στη ράχη του, πάνω από το λερωμένο σακάκι με τις κίτρινες ρίγες, με μάτια λαμπερά, που δεν έμοιαζαν να ανοιγοκλείνουν ποτέ, με το πρόσωπο ανέκφραστο. Ούτε ο Ράεν, ούτε η Ίλα είχαν μιλήσει στον εγγονό τους από τη μέρα που είχε πιάσει αυτό το σπαθί. Ούτε και στον Πέριν.
«Αν είναι να έρθεις, έλα», του είπε απότομα και ο Άραμ πήγε πίσω του. Ο νεαρός τον ακολουθούσε σαν κυνηγόσκυλο, όταν δεν τσιγκλούσε τον Ταμ, τον Ιχβον ή τον Τόμας να του μάθουν το σπαθί. Ήταν σαν να είχε αντικαταστήσει την οικογένεια και το λαό του με τον Πέριν. Ο Πέριν θα προτιμούσε να μην είχε αυτή την ευθύνη, αλλά να που την είχε.
Το φως του φεγγαριού έλαμπε στις καλαμοσκεπές. Όλα τα σπίτια είχαν φως το πολύ σε ένα παράθυρο, ελάχιστα σε περισσότερα. Το χωριό ήταν ασάλευτο. Περίπου τριάντα Σύντροφοι στέκονταν φρουροί έξω από το πανδοχείο με τα τόξα τους, ενώ όσοι είχα βρει σπαθιά τα φορούσαν· όλοι είχαν υιοθετήσει αυτό το όνομα και ο Πέριν έπιανε τον εαυτό του να το χρησιμοποιεί, κάτι που τον αηδίαζε χωρίς να το λέει. Ο λόγος για τους φρουρούς στο πανδοχείο, ή όπου αλλού πήγαινε ο Πέριν, βρισκόταν στο Δημόσιο Λιβάδι, που δεν ήταν πια γεμάτο πρόβατα και αγελάδες. Πλήθος φωτιές ήταν αναμμένες πάνω από την Οινοπηγή, πέρα από το σημείο που τώρα κρεμόταν νωθρά το ανόητο λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, λαμπερές λιμνούλες στο σκοτάδι, περικυκλωμένες από ανοιχτόχρωμους μανδύες, που έλαμπαν στο φεγγάρι.
Κανένας δεν ήθελε τους Λευκομανδίτες στο σπίτι του, τα οποία ήταν ήδη γεμάτα κόσμο, και ούτως ή άλλως ο Μπόρνχαλντ δεν ήθελε τους στρατιώτες του να χωριστούν. Ο άνθρωπος έμοιαζε να πιστεύει ότι το χωριό θα στρεφόταν εναντίον του ανά πάσα στιγμή· αφού ακολουθούσαν τον Πέριν, σίγουρα ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ακόμα και τα μάτια του Πέριν δεν διέκριναν πρόσωπα γύρω από τις φωτιές, αλλά του φάνηκε ότι ένιωθε τη ματιά του Μπόρνχαλντ, όλο αναμονή και μίσος.
Ο Ντάνιλ ετοίμασε δέκα Συντρόφους για να συνοδεύσουν τον Πέριν, με τα τόξα έτοιμα να τον προστατεύσουν ― όλοι τους νεαροί, που κανονικά θα έπρεπε να γελάνε και να γλεντάνε μαζί του. Ο Άραμ δεν πήγε μαζί με τον Ντάνιλ και τους υπόλοιπους, που προπορεύονταν στο σκοτεινό χωματόδρομο· ήταν με τον Πέριν, με κανέναν άλλο. Η Φάιλε ήταν στο πλευρό του Πέριν, με τα μαύρα μάτια της να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο, με το βλέμμα να χτενίζει τη γύρω περιοχή σαν να ήταν αυτή η μοναδική προστασία του.
Εκεί που ο Παλιός Δρόμος έμπαινε στο Πεδίο του Έμοντ, τα κάρα που τον έκλειναν είχαν παραμερίσει για να μπει η περίπολος των Λευκομανδιτών, είκοσι άντρες με χιονάτους μανδύες και λόγχες, καθισμένοι στα άλογά τους με στιλβωμένες πανοπλίες, ανυπόμονοι όσο και τα άλογά τους, που έσκαβαν με τα πόδια το έδαφος. Ξεχώριζαν μέσα στη νύχτα για όλα τα μάτια και οι Τρόλοκ στο σκοτάδι έβλεπαν καλά όσο κι ο Πέριν, αλλά οι Λευκομανδίτες επέμεναν να κάνουν περιπόλους. Μερικές φορές, οι ανιχνευτές τους είχαν φέρει προειδοποιήσεις στο χωριό και μπορεί οι αποστολές παρενόχλησης να τάραζαν λιγάκι τους Τρόλοκ. Θα ήταν καλό, πάντως, αν ήξερε τι έκαναν πριν το κάνουν.