Μια ομάδα χωρικών και αγροτών, που φορούσαν κομμάτια από παλιές πανοπλίες και σκουριασμένα κράνη, στέκονταν μαζεμένοι γύρω από έναν άντρα με σακάκι αγρότη, που κείτονταν στο δρόμο. Του άνοιξαν χώρο για να περάσει μαζί με τη Φάιλε και έσκυψε στο ένα γόνατο πλάι στον πεσμένο άντρα.
Η μυρωδιά του αίματος ήταν δυνατή· ο ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του, που ήταν γεμάτο σκιές από το φεγγάρι. Από το στήθος του ξεπρόβαλλε ένα βέλος των Τρόλοκ, σαν μικρό δόρυ, χοντρό όσο αντίχειρας ανθρώπου. «Τον... Πέριν... τον... Χρυσομάτη», μουρμούρισε βραχνά, παλεύοντας να πάρει ανάσα. «Πρέπει... να... βρω... τον Πέριν... τον... Χρυσομάτη».
«Φώναξε κανείς σας μια Άες Σεντάι;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν, σηκώνοντας τον άντρα όσο πιο απαλά μπορούσε και αγκαλιάζοντας το κεφάλι του. Δεν περίμενε για την απάντηση· του φαινόταν ότι ο άντρας δεν θα άντεχε μέχρι να έρθει κάποια Άες Σεντάι. «Εγώ είμαι ο Πέριν».
«Ο Χρυσομάτης; Δεν... μπορώ να δω... καλά». Τα πλατιά, ορθάνοιχτα μάτια του ατένιζαν ίσια στο πρόσωπο του Πέριν· αν μπορούσε να δει, θα διέκρινε τα μάτια του Πέριν να λάμπουν χρυσά στο σκοτάδι.
«Είμαι ο Πέριν ο Χρυσομάτης», είπε απρόθυμα.
Ο άνθρωπος τον άρπαξε από το γιακά και του τράβηξε το πρόσωπο κοντά με αναπάντεχη δύναμη. «Ερχόμαστε. Με έστειλαν... να σου πω. Ερχ —» Το κεφάλι του έπεσε πίσω, με τα μάτια του να ατενίζουν το κενό.
«Το Φως να είναι μαζί με την ψυχή του», μουρμούρισε η Φάιλε, περνώντας το τόξο στην πλάτη της.
Ύστερα από μια στιγμή, ο Πέριν ξέσφιξε τα δάχτυλα του άλλου. «Τον ξέρει κανείς;» Οι Δυποταμίτες κοιτάχτηκαν και κούνησαν τα κεφάλια. Ο Πέριν σήκωσε το βλέμμα στους έφιππους Λευκομανδίτες. «Είπε τίποτα άλλο όσο τον φέρνατε; Πού τον βρήκατε;»
Ο Τζάρετ Μπάυαρ τον κοίταξε από κει πάνω, με πρόσωπο λιπόσαρκο και μάτια βαθουλωμένα, μια εικόνα του θανάτου. Οι άλλοι Λευκομανδίτες κοίταζαν αλλού, όμως ο Μπάυαρ πάντα ήθελε να αντικρίζει τα κίτρινα μάτια του Πέριν, ειδικά τη νύχτα, που έλαμπαν. Ο Μπάυαρ μούγκρισε χαμηλόφωνα —ο Πέριν άκουσε τη λέξη «Σκιογέννητος!»― και σπιρούνισε το άλογό του. Η περίπολος μπήκε καλπάζοντας στο χωριό, ανυπόμονη να απομακρυνθεί από τον Πέριν, σαν να ήθελε να ξεφύγει από Τρόλοκ. Ο Άραμ τους ακολούθησε με το βλέμμα ανέκφραστος, με ένα χέρι πάνω από τον ώμο να αγγίζει τη λαβή του σπαθιού.
«Είπαν ότι τον βρήκαν τρία-τέσσερα μίλια προς το νότο». Ο
Ντάνιλ δίστασε. «Λένε ότι οι Τρόλοκ είναι σκορπισμένοι σε μικρές ομάδες, Πέριν. Ίσως τελικά να τα παρατάνε», πρόσθεσε.
Ο Πέριν άφησε κάτω τον ξένο. Ερχόμαστε. «Οι σκοποί να έχουν το νου τους. Ίσως τελικά να έρχεται κάποια οικογένεια που προσπάθησε να κρατήσει το αγρόκτημά της». Δεν πίστευε ότι μπορεί να είχε επιζήσει κανείς εκεί έξω τόσον καιρό, αλλά ίσως να ήταν κι έτσι. «Μη ρίξετε σε κανέναν κατά λάθος». Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και η Φάιλε τον έπιασε από το μπράτσο.
«Είναι ώρα να πλαγιάσεις, Πέριν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να κοιμηθείς».
Αυτός μόνο την κοίταξε. Έπρεπε να την είχε αναγκάσει να μείνει στο Δάκρυ. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε. Αν το είχε σκεφτεί σωστά, θα μπορούσε να το είχε κάνει.
Ένας αγγελιοφόρος, ένα σγουρομάλλικο αγόρι που τον έφτανε περίπου ως το στήθος, γλίστρησε ανάμεσα στους Δυποταμίτες και τράβηξε τον Πέριν από το μανίκι. Ο Πέριν δεν τον ήξερε· υπήρχαν πολλές οικογένειες που είχαν έρθει από τα αγροκτήματα. «Κάτι κινείται στο Δυτικό Δάσος, Άρχοντα Πέριν. Με έστειλαν να σου το πω».
«Μη με λες έτσι», του είπε κοφτά ο Πέριν. Αν δεν σταματούσε τα παιδιά, θα το έπιαναν με τη σειρά τους και οι Σύντροφοι. «Πήγαινε πες τους ότι έρχομαι». Το αγόρι έφυγε τρέχοντας.
«Πρέπει να πέσεις στο κρεβάτι σου», είπε αποφασισμένα η Φάιλε. «Ο Τόμας μπορεί να αντιμετωπίσει μια χαρά οποιαδήποτε επίθεση».
«Δεν είναι επίθεση, αλλιώς το αγόρι θα το έλεγε και κάποιος θα φυσούσε τη σάλπιγγα του Τσεν».
Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο και προσπάθησε να τον τραβήξει προς το πανδοχείο, κι έτσι σύρθηκε μαζί του όταν αυτός ξεκίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ύστερα από μερικά λεπτά μάταιων προσπαθειών, τα παράτησε και προσποιήθηκε ότι απλώς τον κρατούσε από το μπράτσο. Αλλά μουρμούριζε μόνη της. Ακόμα φαινόταν να πιστεύει ότι, αν μιλούσε χαμηλόφωνα, δεν θα την άκουγε. Ξεκίνησε με λέξεις όπως «ανόητος», «ξεροκέφαλος» και «βόδι»· μετά το κλιμάκωσε. Ήταν σωστή πομπή, η Φάιλε να μουρμουράει, ο Άραμ να τον ακολουθεί κατά πόδας, ο Ντάνιλ και οι δέκα Σύντροφοι να τον περικυκλώνουν σαν τιμητικό άγημα. Αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος, θα ένιωθε εντελώς γελοίος.