Υπήρχαν φρουροί παραταγμένοι σε μικρές ομάδες σ' όλο το μήκος του φράχτη με τους μυτερούς πασσάλους για να φυλάνε τη νύχτα κι η καθεμιά είχε ένα αγόρι για αγγελιοφόρο. Στο δυτικό άκρο του χωριού οι σκοποί είχαν κολλήσει στην εσωτερική μεριά του φράχτη, πιάνοντας τα δόρατα και τα τόξα τους καθώς κοίταζαν προς το Δυτικό Δάσος. Ακόμα και με το φως του φεγγαριού, σίγουρα αυτοί οι άντρες έβλεπαν ένα μαύρο όγκο αντί για δέντρα.
Ο μανδύας του Τόμας έμοιαζε εξαφανίζει μέσα στη νύχτα κάποια μέρη του σώματος του. Η Μπάιν και η Τσιόν ήταν μαζί του· για κάποιο λόγο, οι δύο Κόρες, από τότε που είχαν φύγει ο Λόιαλ και ο Γκαούλ, περνούσαν κάθε νύχτα σ' αυτή την άκρη του Πεδίου του Έμοντ. «Δεν θα σε ενοχλούσα», είπε ο Πρόμαχος στον Πέριν, «αλλά φαίνεται να είναι μόνο ένας εκεί πέρα και σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να...»
Ο Πέριν ένευσε. Όλοι ήξεραν για την όραση του, ειδικά στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών πίστευαν ότι ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι που τον έκανε ήρωα. Δεν είχε ιδέα τι σκέφτονταν οι Πρόμαχοι ή οι Άες Σεντάι. Απόψε ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να σκεφτεί. Επτά μέρες και πόσες επιθέσεις;
Η άκρη του Δυτικού Δάσους ήταν πεντακόσια βήματα παραπέρα. Ακόμα και για τα δικά του μάτια, τα δέντρα γίνονταν ένα με τις σκιές. Κάτι κινιόταν. Κάτι αρκετά μεγάλο για να είναι Τρόλοκ. Μια μεγάλη μορφή, που κουβαλούσε... Το φορτίο σήκωσε ένα χέρι. Έναν άνθρωπο. Μια ψηλή σκιά, που κουβαλούσε έναν άνθρωπο.
«Δεν θα ρίξουμε!» φώναξε. Ήθελε να γελάσει· για την ακρίβεια, συνειδητοποίησε ότι γελούσε. «Έλα! Έλα, Λόιαλ!»
Η αμυδρή μορφή προχωρούσε με κοπιαστικά βήματα, πιο γρήγορα απ' όσο μπορούσε να τρέξει άνθρωπος. Όταν εμφανίστηκε καθαρά, φάνηκε ότι ήταν ο Ογκιρανός, που πλησίαζε στο χωριό κουβαλώντας τον Γκαούλ.
Οι Δυποταμίτες φώναζαν ενθαρρυντικά, σαν να ήταν αγώνας δρόμου. «Τρέξε, Ογκιρανέ! Τρέξε!» Ίσως ήταν αγώνας δρόμου· δεν ήταν λίγες οι επιθέσεις που είχαν ξεκινήσει από εκείνο το δάσος.
Λίγο πριν από τους πασσάλους, ο Λόιαλ σταμάτησε απότομα· μόλις που έφτανε ο χώρος για να περάσουν τα χοντρά πόδια του πλαγίως ανάμεσα από τους πασσάλους. Όταν πέρασε το εμπόδιο και βρέθηκαν από την πλευρά του χωριού, άφησε τον Αελίτη κάτω και έπεσε στο έδαφος λαχανιασμένος και έγειρε την πλάτη στο φράχτη, με τα φουντωτά αφτιά του κρεμασμένα από την κούραση. Ο Γκαούλ χοροπήδησε στο ένα πόδι και μετά κάθισε κι αυτός, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ έπεσαν πάνω του για να περιποιηθούν τον αριστερό μηρό του, όπου το παντελόνι του ήταν σχισμένο και μαύρο από το ξεραμένο αίμα. Του είχαν μείνει μόνο δύο δόρατα και η φαρέτρα του ήταν άδεια. Το τσεκούρι του Λόιαλ έλειπε κι αυτό.
«Βλάκα Ογκιρανέ», γέλασε με συγκίνηση ο Πέριν. «Πού φεύγεις έτσι; Καλά που δεν βάζω την Νταίζε Κόνγκαρ να σε δείρει με τη βέργα. Τουλάχιστον είσαι ζωντανός. Τουλάχιστον γύρισες». Η φωνή του κόπηκε καθώς το έλεγε. Ζωντανός. Και πάλι πίσω στο Πεδίο του Έμοντ.
«Τα καταφέραμε, Πέριν», είπε ξέπνοος ο Λόιαλ μ' ένα κουρασμένο μπουμπουνητό. «Πριν από τέσσερις μέρες. Κλείσαμε την Πύλη. Τώρα, για να ξανανοίξει, θέλει τους Πρεσβύτερους ή μια Άες Σεντάι».
«Με κουβαλούσε σχεδόν σ' όλο το δρόμο από τα βουνά», είπε ο Γκαούλ. «Τις πρώτες τρεις μέρες μας κυνηγούσαν ένας Νυκτοδρομέας και πενήντα Τρόλοκ, μα ο Λόιαλ έτρεχε πιο γρήγορα». Προσπαθούσε να διώξει τις Κόρες, αλλά χωρίς επιτυχία.
«Κάτσε ακίνητος, Σάαραντ», τον μάλωσε η Τσιάντ, «αλλιώς θα πω ότι σε άγγιξα οπλισμένο και θα σε αφήσω να διαλέξεις τι θα κάνεις για την τιμή σου». Η Φάιλε γέλασε ενθουσιασμένη. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε, αλλά το σχόλιο έκανε τον ατάραχο Αελίτη να πανικοβληθεί. Επέτρεψε στις Κόρες να του φροντίσουν το πόδι.
«Είσαι καλά, Λόιαλ;» ρώτησε ο Πέριν. «Έχεις τραυματιστεί;»
Ο Ογκιρανός σηκώθηκε όρθιος με προφανή κόπο και για μια στιγμή λικνίστηκε σαν δέντρο έτοιμο να πέσει. Τα αφτιά του ακόμα κρέμονταν ασάλευτα. «Όχι, δεν είμαι τραυματισμένος, Πέριν. Μόνο κουρασμένος. Μην ανησυχείς για μένα. Πάει πολύς καιρός που λείπω από τα στέντιγκ. Δεν φτάνουν μερικές επισκέψεις». Κούνησε το κεφάλι του, σαν να είχαν λοξοδρομήσει οι σκέψεις του. Το πλατύ του χέρι έκρυψε τον ώμο του Πέριν. «Να κοιμηθώ λίγο και θα είμαι μια χαρά». Χαμήλωσε τη φωνή. Τη χαμήλωσε για τα μέτρα των Ογκιρανών· για τους ανθρώπους έμοιαζε με βαρύ βουητό μέλισσας. «Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα εκεί έξω, Πέριν. Συνήθως ήμασταν πίσω από τις τελευταίες ομάδες που κατέβαιναν. Κλειδώσαμε την Πύλη, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν ήδη αρκετές χιλιάδες Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς και ίσως πενήντα Μυρντράαλ».