Выбрать главу

«Δεν είναι έτσι», ανακοίνωσε μεγαλόφωνα ο Λουκ. Είχε έρθει καλπάζοντας με το άλογο από το Βόρειο Δρόμο, ακολουθώντας την τελευταία σειρά των σπιτιών. Σταμάτησε επιδεικτικά, τραβώντας τα χαλινάρια του μαύρου αλόγου του για να σηκωθεί στα πίσω πόδια, με τις οπλές των μπροστινών ποδιών να κλωτσάνε τον αέρα. «Σίγουρα ξέρεις να τραγουδάς τα δέντρα, Ογκιρανέ, αλλά είναι διαφορετικό να πολεμάς Τρόλοκ. Υπολογίζω ότι τώρα είναι λιγότεροι από χίλιοι. Επίφοβη δύναμη, βεβαίως, μα όχι κάτι που να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές οι γερές άμυνες και αυτοί οι γενναίοι άντρες. Άλλο ένα τρόπαιο για σένα, «Άρχοντα Πέριν Χρυσομάτη». Γελώντας, πέταξε ένα γεμάτο, υφασμάτινο σάκο στον Πέριν. Ο πάτος του σάκου γυάλιζε σκούρος και υγρός στο φεγγαρόφωτο.

Ο Πέριν τον έπιασε στον αέρα και τον πέταξε πέρα από τους πασσάλους, παρά το βάρος του. Σίγουρα ήταν τα κεφάλια τεσσάρων-πέντε Τρόλοκ και ίσως ενός Μυρντράαλ. Ο άνθρωπος έφερνε τα τρόπαια του κάθε βράδυ κι ακόμα έμοιαζε να περιμένει ότι θα τα έστηναν σε κοντάρια για να τα θαυμάζουν όλοι. Μερικοί από τους Κόπλιν και τους Κόνγκαρ του είχαν ετοιμάσει γλέντι τη βραδιά που είχε έρθει με δύο κεφάλια Ξέθωρων.

«Ούτε κι εγώ ξέρω από μάχες;» απαίτησε να μάθει ο Γκαούλ, ενώ σηκωνόταν όρθιος με κόπο. «Εγώ σου λέω ότι είναι αρκετές χιλιάδες».

Τα δόντια του Λουκ άστραψαν λευκά καθώς χαμογελούσε. «Πόσες μέρες έχεις περάσει στη Μάστιγα, Αελίτη; Εγώ πέρασα πολλές». Μπορεί να ήταν άγρια γκριμάτσα και όχι χαμόγελο. «Πολλές. Πίστεψε ό,τι θέλεις, Χρυσομάτη. Οι ατέλειωτες μέρες θα φέρουν ό,τι είναι να φέρουν, όπως πάντα». Ξανασήκωσε το άλογό του όρθιο, το έκανε να γυρίσει και έφυγε καλπάζοντας ανάμεσα στα σπίτια και τα δέντρα που κάποτε αποτελούσαν την άκρη του Δυτικού Δάσους. Οι Δυποταμίτες σάλεψαν ανήσυχα, άλλοι κοιτώντας τον να φεύγει κι άλλοι τη νύχτα.

«Κάνει λάθος», είπε ο Λόιαλ. «Ο Γκαούλ κι εγώ ξέρουμε τι είδαμε». Το πρόσωπό του είχε κρεμάσει από την κούραση, οι άκρες του μεγάλου στόματος του ήταν γυρισμένες προς τα κάτω, τα μακριά φρύδια του έπεφταν στα μάγουλα. Δεν ήταν παράξενο αυτό, αφού για τρεις ή τέσσερις μέρες κουβαλούσε τον Γκαούλ.

«Κάνατε πολλά, Λόιαλ», είπε ο Πέριν, «μαζί εσύ κι ο Γκαούλ. Κάτι σπουδαίο. Φοβάμαι ότι τώρα η κρεβατοκάμαρά σου φιλοξενεί πέντ' έξι Μάστορες, αλλά η κυρά αλ'Βέρ θα σου βάλει ένα στρώμα. Είναι ώρα να αναπληρώσεις τον ύπνο που σου λείπει».

«Το ίδιο και για σένα, Πέριν Αϋμπάρα». Τα περαστικά σύννεφα στο φεγγαρόλουστο ουρανό έριχναν παιχνιδιάρικες σκιές στην ανασηκωμένη μυτούλα και τα ψηλά ζυγωματικά της Φάιλε. Ήταν πολύ όμορφη. Μα η φωνή της ήταν σκληρή σαν πέτρα. «Αν δεν πας τώρα, θα βάλω να σε κουβαλήσει ο Λόιαλ. Δεν μπορείς καλά-καλά να σταθείς όρθιος».

Ο Γκαούλ δυσκολευόταν να περπατήσει με το πληγωμένο πόδι του. Η Μπάιν τον έπιασε από τη μια μεριά. Αυτός προσπάθησε να διώξει την Τσιάντ, που ήθελε να τον στηρίξει από την άλλη, όμως αυτή μουρμούρισε με έναν απειλητικό τόνο κάτι σαν «γκαϊ'σάιν»

και η Μπάιν γέλασε, οπότε ο Αελίτης τις άφησε και τις δύο να τον βοηθήσουν, μονολογώντας οργισμένος. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του είχαν πει οι Κόρες, τον είχε ταράξει.

Ο Ταμ χτύπησε τον Πέριν στον ώμο. «Φύγε, άνθρωπέ μου. Όλοι θέλουν ύπνο». Εκείνος έμοιαζε ότι θα άντεχε ξύπνιος άλλες τρεις μέρες.

Ο Πέριν ένευσε.

Άφησε τη Φάιλε να τον οδηγήσει στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, με τον Λόιαλ, τον Αραμ και τους Αελίτες να τον ακολουθούν, ενώ ο Ντάνιλ και οι δέκα Σύντροφοι βάδιζαν σε έναν κύκλο γύρω του. Δεν κατάλαβε πότε οι άλλοι ακολούθησαν το δικό τους δρόμο, όμως στο τέλος βρέθηκε μόνος με τη Φάιλε στο δωμάτιό του, στον πρώτο όροφο του πανδοχείου.

«Ολόκληρες οικογένειες τα βολεύουν με τόσο χώρο και λιγότερο», μουρμούρισε. Ένα κερί έκαιγε στην πέτρινη κορνίζα του μικρού τζακιού. Άλλοι τα έβγαζαν πέρα χωρίς κερί, όμως η Μάριν του άναβε ένα μόλις σκοτείνιαζε, για να μην κάνει τον κόπο ο ίδιος. «Μπορώ να κοιμηθώ έξω, με τον Ντάνιλ, τον Μπαν και τους άλλους».

«Μην είσαι βλάκας», του είπε η Φάιλε με έναν τόνο που έκανε τη λέξη να ακουστεί τρυφερή. «Αφού η Αλάνα και η Βέριν έχουν καθεμιά το δικό της δωμάτιο, το ίδιο πρέπει κι εσύ».

Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι του είχε βγάλει το σακάκι και του έλυνε τα κορδόνια του πουκάμισου. «Δεν είμαι τόσο κουρασμένος ώστε να μην μπορώ να ξεντυθώ». Την έσπρωξε έξω μαλακά.

«Βγάλε τα όλα», τον διέταξε. «Όλα, μ' ακούς; Δεν μπορείς να κοιμηθείς καλά όταν είσαι ντυμένος, όπως νομίζεις».

«Αυτό θα κάνω», της υποσχέθηκε. Όταν έκλεισε την πόρτα, έβγαλε τις μπότες του πριν σβήσει το κερί και πέσει κάτω. Της Μάριν δεν θα της άρεσε να ανεβάζει τις βρώμικες μπότες του στα στρωσίδια.