Выбрать главу

Ο Πέριν, κουνώντας το κεφάλι, την παρακολούθησε ώσπου έστριψε στα σκαλιά. Ο Τορέαν δεν φαινόταν πουθενά. Μερικές φορές η Φάιλε έμοιαζε να μιλά διαφορετική γλώσσα. Ο Πέριν προχώρησε προς τα φώτα.

Ο προθάλαμος ήταν μια κυκλική αίθουσα με πλάτος πενήντα απλωσιές, ή και παραπάνω. Εκατό επίχρυσες λάμπες κρέμονταν σε χρυσές αλυσίδες από το ψηλό ταβάνι της. Κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα σχημάτιζαν έναν εσωτερικό δακτύλιο και το πάτωμα έμοιαζε να είναι ένα πελώριο, μονοκόμματο, μαύρο μάρμαρο με νερά από χρυσάφι. Ήταν ο προθάλαμος των βασιλικών διαμερισμάτων τον καιρό που το Δάκρυ είχε βασιλιάδες, πριν ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος θέσει τα πάντα, από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου ως τον ωκεανό Άρυθ, υπό ένα βασιλιά. Οι Δακρινοί βασιλιάδες δεν είχαν επιστρέψει όταν είχε καταρρεύσει η αυτοκρατορία του Άρτουρ και για χίλια χρόνια οι μόνοι κάτοικοι αυτών των διαμερισμάτων ήταν τα ποντίκια, που πατούσαν τη σκόνη. Κανένας Υψηλός Άρχοντας δεν είχε αποκτήσει ποτέ αρκετή δύναμη για να τολμήσει να τα διεκδικήσει για τον εαυτό του.

Στο κέντρο της αίθουσας πενήντα Υπερασπιστές σχημάτιζαν ένα δακτύλιο, φορώντας αλυσιδωτούς θώρακες και αστραφτερά κράνη με γείσο, με όλα τα δόρατα γερμένα ακριβώς στην ίδια γωνία. Στραμμένοι προς κάθε κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο, υποτίθεται ότι θα σταματούσαν όλους τους εισβολείς πριν φτάσουν στο νυν άρχοντα της Πέτρας. Ο διοικητής τους, ένας λοχαγός που ξεχώριζε από τα δύο λευκά πούπουλα στο κράνος του, ήταν σχεδόν εξίσου σφιγμένος. Στεκόταν με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού και το άλλο στο γοφό του, προσφέροντας αυτάρεσκα την υπηρεσία του. Όλοι ανάδιναν μια οσμή φόβου και αβεβαιότητας, σαν άνθρωποι που ζούσαν κάτω από έναν γκρεμό έτοιμο να καταρρεύσει και είχαν σχεδόν πείσει τον εαυτό τους ότι δεν θα έπεφτε ποτέ. Ή τουλάχιστον δεν θα έπεφτε απόψε. Ή την επόμενη ώρα.

Ο Πέριν τους προσπέρασε, με τα τακούνια από τις μπότες του να δημιουργούν αντίλαλο. Ο αξιωματικός έκανε να τον πλησιάσει και μετά δίστασε, βλέποντας ότι ο Πέριν δεν είχε σταματήσει για να πάρει άδεια. Φυσικά, ήξερε ποιος ήταν ο Πέριν· ή τουλάχιστον ήξερε όσα ήξεραν οι Δακρινοί. Συνταξιδιώτης των Άες Σεντάι, φίλος του Άρχοντα Δράκοντα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους με τους οποίους θα έμπλεκε ένας απλός αξιωματικός των Υπερασπιστών της Πέτρας. Είχε κι ένα άλλο καθήκον, όπως φαινόταν, να διασφαλίζει την ανάπαυση του Άρχοντα Δράκοντα, όμως, παρ’ όλο που μάλλον δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό του, ο αξιωματικός σίγουρα ήξερε ότι τόσο αυτός όσο και η γενναία παράσταση με τις καλογυαλισμένες αρματωσιές ήταν μόνο αυτό: μια παράσταση. Οι πραγματικοί φρουροί ήταν αυτοί που βρήκε ο Πέριν περνώντας τις κολώνες και πλησιάζοντας την είσοδο για τα διαμερίσματα του Ραντ.

Οι μορφές κάθονταν τόσο ασάλευτες πίσω από τις κολώνες, που έμοιαζαν να γίνονται ένα με την πέτρα, μόλο που τα σακάκια και τα φαρδιά παντελόνια τους —σε αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ, για να κρύβονται στην Ερημιά― εδώ πέρα χτυπούσαν αμέσως στο μάτι, μόλις έκαναν κάποια κίνηση. Οι έξι Κόρες του Δόρατος, Αελίτισσες που είχαν προτιμήσει τη ζωή του πολεμιστή παρά την οικογενειακή εστία, μπήκαν γοργά ανάμεσα στον Πέριν και την είσοδο, με τις μαλακές μπότες με κορδόνια, που έφταναν ως το γόνατο, να τις κάνουν αθόρυβες. Ήταν ψηλές για γυναίκες —η ψηλότερη ήταν μόλις ένα κεφάλι κοντύτερή του― και είχαν ηλιοκαμένη επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα μαλλιά, ξανθά ή κόκκινα ή κάτι ενδιάμεσο. Οι δύο κρατούσαν κυρτά, κεράτινα τόξα και είχαν το βέλος έτοιμο στη χορδή, χωρίς να το έχουν τραβήξει. Οι άλλες έφεραν μικρές, στρογγυλές ασπίδες με επένδυση από τομάρι ζώου, καθώς και τρία-τέσσερα κοντά δόρατα η καθεμιά ― κοντά μεν, αλλά με αιχμές τόσο μακριές που τρυπούσαν ανθρώπινο κορμί και περίσσευαν και λίγοι πόντοι.

«Νομίζω ότι δεν μπορώ να σε αφήσω να περάσεις», είπε μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς, με ένα μικρό χαμόγελο για να μαλακώσει την άρνηση. Οι Αελίτες δεν χαμογελούσαν όσο οι άλλοι λαοί, ούτε και φανέρωναν ιδιαίτερα τα συναισθήματά τους. «Νομίζω ότι απόψε δεν θέλει να δει κανέναν».

«Θα μπω μέσα, Μπάιν». Αγνοώντας τα δόρατά της, την έπιασε από τα μπράτσα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, αναγκάστηκε να δώσει σημασία στα δόρατα, επειδή η Μπάιν είχε καταφέρει να κολλήσει την αιχμή του δόρατος στην άκρη του λαιμού του. Κι επίσης, μια κάπως πιο ξανθιά γυναίκα, ονόματι Τσιάντ, ξαφνικά είχε ακουμπήσει το δικό της από την άλλη πλευρά, λες και τα δυο ετοιμάζονταν να ανταμώσουν στη μέση. Οι άλλες γυναίκες έμειναν να κοιτάζουν, πεπεισμένες ότι η Μπάιν και η Τσιάντ μπορούσαν να κάνουν ό,τι έπρεπε να γίνει. Ο Πέριν πάντως έβαλε τα δυνατά του. «Δεν έχω χρόνο για να τσακωθώ μαζί σας. Όχι ότι κάθεστε να ακούσετε αυτόν που έρχεται να τσακωθεί, αν θυμάμαι καλά. Θα μπω μέσα». Όσο πιο απαλά μπορούσε, σήκωσε την Μπάιν και την άφησε κάτω παραδίπλα.