Ήταν χιλιάδες, έτσι είχαν πει ο Γκαούλ και ο Λόιαλ. Όμως πόσους μπορούσαν να δουν οι δυο τους, που έτρεχαν για να επιστρέψουν και περνούσαν κρυμμένοι τα βουνά; Ήταν χίλιοι το πολλοί, ισχυριζόταν ο Λουκ, αλλά ο Πέριν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί αυτό τον άνθρωπο, όσα τρόπαια κι αν έφερνε. Ήταν σκορπισμένοι, κατά τους Λευκομανδίτες. Πόσο μπορεί να τους είχαν πλησιάσει με την αρματωσιά και τους μανδύες να λάμπουν στο σκοτάδι σαν φανάρια;
Ίσως υπήρχε τρόπος να το δει με τα μάτια του. Μετά την τελευταία επίσκεψη του, απέφευγε το λυκίσιο όνειρο· κάθε φορά που σκεφτόταν να ξαναγυρίσει, φούσκωνε μέσα του η λαχτάρα να κυνηγήσει αυτό τον Μακελάρη, αλλά οι ευθύνες του ήταν εδώ, στο Πεδίο του Έμοντ. Ίσως, όμως, τώρα... Ο ύπνος τον κατάπιε, ενώ ακόμα το συλλογιζόταν.
Στεκόταν στο Δημόσιο Λιβάδι λουσμένος στο χαμηλωμένο, απογευματινό ήλιο, ενώ μερικά λευκά σύννεφα έπλεαν αργά στον ουρανό. Δεν υπήρχαν πρόβατα ή γελάδια γύρω από το λευκό ιστό, όπου ένα αεράκι χάιδευε το κόκκινο λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, αν και μια γαλαζόμυγα βούιζε κοντά στο πρόσωπό του. Δεν υπήρχαν άνθρωποι ανάμεσα στα σπίτια με τις καλαμοσκεπές. Μικρές στοίβες στεγνά ξύλα πάνω σε στάχτες έδειχναν πού βρίσκονταν οι φωτιές των Λευκομανδιτών· σπανίως έβλεπε κάτι να καίγεται στο λυκίσιο όνειρο, μόνο ό,τι ήταν έτοιμο να καεί ή ήταν ήδη καρβουνιασμένο. Δεν υπήρχαν κοράκια στον ουρανό.
Καθώς κοίταζε μήπως δει τα πουλιά, ένα μέρος του ουρανού σκοτείνιασε κι έγινε παράθυρο σε κάτι άλλο. Η Εγκουέν στεκόταν ανάμεσα σε μερικές γυναίκες με φόβο στο βλέμμα· οι γυναίκες γονάτισαν αργά γύρω της. Μια απ' αυτές ήταν η Νυνάβε και επίσης του φάνηκε ότι είχε δει τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της Ηλαίην. Εκείνο το παράθυρο ξεθώριασε και έδωσε σε άλλο τη θέση του. Ο Ματ στεκόταν γυμνός και δεμένος, μουγκρίζοντας· ένα αλλόκοτο δόρυ με μαύρο κοντάρι ήταν βαλμένο οριζόντια ανάμεσα στην πλάτη και τους αγκώνες του. Ο Ματ χάθηκε και έγινε ο Ραντ. Έτσι του φάνηκε, πως ήταν ο Ραντ, που φορούσε κουρέλια και τριμμένο μανδύα, με έναν επίδεσμο να του δένει τα μάτια. Το τρίτο παράθυρο εξαφανίστηκε· ο ουρανός ήταν πια μόνο ουρανός, άδειος, εκτός από τα σύννεφα.
Ο Πέριν ανατρίχιασε. Αυτά τα οράματα του λυκίσιου ονείρου δεν έμοιαζαν να σχετίζονται με όσα ήξερε στην πραγματικότητα. Ίσως εδώ, που τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν τόσο γρήγορα, η ανησυχία που ένιωθε για τους φίλους του να γινόταν ορατή. Ό,τι κι αν ήταν, απλώς έχανε χρόνο ανησυχώντας γι' αυτά.
Δεν ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι φορούσε ένα μακρύ, δερμάτινο γιλέκο σιδερά, χωρίς πουκάμισο, αλλά όταν έβαλε το χέρι στη ζώνη βρήκε το σφυρί, όχι το τσεκούρι του. Έσμιξε τα φρύδια και συγκεντρώθηκε στη μακριά, δρεπανοειδή λεπίδα με το χοντρό καρφί. Αυτό χρειαζόταν τώρα. Αυτό είδε. Το σφυρί άλλαξε αργά, σαν να αντιστεκόταν, όμως όταν τελικά είδε το τσεκούρι να κρέμεται στη χοντρή θηλιά, άστραφτε επικίνδυνα. Γιατί τον πολεμούσε τόσο; Ήξερε τί ήθελε. Μια γεμάτη φαρέτρα εμφανίστηκε στον άλλο γοφό του, ένα μακρύ τόξο στο χέρι και μια δερμάτινη χειρίδα στον αριστερό πήχη του.
Με τρεις δρασκελιές, που θόλωσαν τη γη κάτω από τα πόδια του από την ταχύτητα, έφτασε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκονταν τα πλησιέστερα στρατόπεδα των Τρόλοκ, τρία μίλια έξω από το χωριό. Το τελευταίο βήμα τον κατέβασε ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ψηλούς σωρούς ξύλα πάνω σε παγωμένες στάχτες, σε ένα τσαλαπατημένο χωράφι με κριθάρι· ανάμεσα στα κούτσουρα είδε σπασμένες καρέκλες και πόδια τραπεζιών, ακόμα και μια πόρτα αγροικίας. Μεγάλα, μαύρα, σιδερένια καζάνια στέκονταν έτοιμα να κρεμαστούν πάνω από τις φωτιές. Άδεια καζάνια, φυσικά, αν και ήξερε τι θα μπορούσαν να έχουν κομμένο μέσα τους, όπως και τι θα μπορούσε να είναι περασμένο στις χοντρές, σιδερένιες σούβλες που ήταν απλωμένες πάνω από μερικούς σωρούς ξύλων. Πόσους Τρόλοκ εξυπηρετούσαν αυτές οι φωτιές; Δεν υπήρχαν σκηνές και οι κουβέρτες που ήταν σκορπισμένες γύρω, λερωμένες, ζέχνοντας πολυκαιρισμένο ιδρώτα των Τρόλοκ, δεν βοηθούσαν· πολλοί Τρόλοκ κοιμόνταν σαν ζώα, ξεσκέπαστοι στο χώμα, καμιά φορά ανοίγοντας ένα λάκκο για να ξαπλώσουν μέσα.
Με μικρότερες δρασκελιές, που κάλυπταν το πολύ εκατό βήματα η καθεμία, ενώ η γη φαινόταν μόνο να σκοτεινιάζει για λίγο κάτω από τα πόδια του, έκανε τον κύκλο του Πεδίου του Έμοντ, από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, από λιβάδια σε χωράφια με κριθάρι και ταμπάκ, ανάμεσα σε σκόρπιες συστάδες δέντρων, ακολουθώντας καρόδρομους και μονοπατάκια, βρίσκοντας όλο και περισσότερες εστίες που περίμεναν τους Τρόλοκ, καθώς ακολουθούσε μια κυκλική διαδρομή που σταδιακά απλωνόταν προς τα έξω. Πάρα πολλές. Εκατοντάδες φωτιές. Αυτό σήμαινε αρκετές χιλιάδες Τρόλοκ. Πέντε χιλιάδες, δέκα χιλιάδες ή και διπλάσιοι αν ήταν ― δεν θα είχε σημασία για το Πεδίο του Έμοντ, αν όλοι επιτίθονταν μονομιάς.