Выбрать главу

Βγήκε από το όνειρο...

...και ξύπνησε κοιτώντας το ταβάνι, με το πουκάμισο να κολλά πάνω του ιδρωμένο. Το φεγγάρι έστελνε λίγο φως από τα παράθυρα. Κάπου στο χωριό έπαιζαν βιολιά, ένα κεφάτο σκοπό των Μαστόρων. Δεν πολεμούσαν, αλλά είχαν βρει έναν τρόπο να βοηθήσουν, κρατώντας ψηλά το ηθικό.

Ο Πέριν ανακάθισε αργά, φορώντας τις μπότες του στο ημίφως. Πώς θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει; Θα ήταν δύσκολο. Έπρεπε να είναι πανούργος. Αλλά βέβαια δεν ήξερε αν είχε ποτέ υπάρξει πανούργος στη ζωή του. Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα πόδια στο πάτωμα για να βολευτεί στις μπότες.

Οι ξαφνικές κραυγές απ' έξω και το ποδοβολητό κάποιου αλόγου που απομακρυνόταν τον έκαναν να τρέξει στο κοντινότερο παράθυρο και να σηκώσει το παντζούρι. Οι Σύντροφοι ήταν μαζεμένοι εκεί μπροστά. «Τι συμβαίνει εκεί κάτω;»

Τριάντα πρόσωπα γύρισαν πάνω του. «Ήταν ο Άρχοντας Λουκ, Άρχοντα Πέριν. Παραλίγο να πατήσει τον Γουίλ και τον Τελ. Νομίζω ότι δεν τους είδε καν. Ήταν καμπουριασμένος πάνω στη σέλα του, σαν να ήταν πληγωμένος, και σπιρούνιζε μ' όλη τη δύναμη το άτι του», του φώναξε ο Μπαν αλ'Σήν.

Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Ο Λουκ νωρίτερα δεν ήταν πληγωμένος. Ο Λουκ... και ο Μακελάρης; Ήταν αδύνατον. Ο μελαχρινός Μακελάρης έμοιαζε με αδελφό ή εξάδελφο του Λαν· ο Λουκ, με τα χρυσοκόκκινα μαλλιά του, είχε μια αχνή ομοιότητα με τον Ραντ μόνο. Οι δύο άντρες ήταν εντελώς ανόμοιοι. Κι όμως... Εκείνη η παγερή μυρωδιά. Δεν μύριζαν όμοια, αλλά είχαν και οι δύο μια κρύα μυρωδιά, που δεν ήταν σχεδόν καθόλου ανθρώπινη. Τα αφτιά του έπιασαν τον ήχο από κάρα που παραμέριζαν στον Παλιό Δρόμο, καθώς και φωνές που ζητούσαν από κάποιους να βιαστούν. Ακόμα κι αν έτρεχαν ο Μπαν και οι Σύντροφοι, τώρα δεν θα τον έπιαναν. Το ποδοβολητό απομακρύνθηκε προς τα νότια.

«Μπαν», φώναξε, «αν ξαναφανεί ο Λουκ, φρουρήστε τον και μην τον αφήσετε να πάει πουθενά». Κοντοστάθηκε. «Και μη με λέτε έτσι!» είπε πριν κατεβάζει με κρότο το παντζούρι.

Ο Λουκ και ο Μακελάρης· ο Μακελάρης και ο Λουκ. Πώς μπορεί να ήταν το ίδιο πρόσωπο; Ήταν αδύνατον. Αλλά βέβαια, πριν από λιγότερο από δύο χρόνια δεν πίστευε ιδιαίτερα σε Τρόλοκ ή Ξέθωρους. Θα είχε καιρό να ασχοληθεί μ' αυτό, αν ποτέ ξανάπιανε αυτό τον άνθρωπο στα χέρια του. Τώρα είχε το Λόφο της Σκοπιάς, το Ντέβεν Ράιντ και... Κάποιοι μπορούσαν να σωθούν. Δεν ήταν ανάγκη να πεθάνουν όλοι στους Δύο Ποταμούς.

Πηγαίνοντας στην κοινή αίθουσα, στάθηκε για μια στιγμή στο πλατύσκαλο. Ο Άραμ σηκώθηκε από το πρώτο σκαλί, κοιτώντας τον, θέλοντας να τον ακολουθήσει όπου τον οδηγούσε. Ο Γκαούλ ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν σε ένα στρώμα κοντά στο τζάκι, με ένα χοντρό επίδεσμο στον αριστερό μηρό του. Η Φάιλε και οι δύο Κόρες κάθονταν ανακούρκουδα στο πάτωμα κοντά του και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ένα πολύ μεγαλύτερο στρώμα βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, όμως ο Λόιαλ καθόταν σε έναν πάγκο με τα πόδια του απλωμένα ώστε να χωρούν κάτω από το τραπέζι, σχεδόν διπλωμένος στα δύο για να μπορεί να γράφει μανιασμένα με την πένα του στο φως ενός κεριού. Σίγουρα κατέγραφε ό,τι είχε συμβεί στο ταξίδι που είχαν κάνει για να κλείσουν την Πύλη. Κι ο Πέριν, ξέροντας τον Λόιαλ, ήταν σίγουρος ότι θα έβαζε τον Γκαούλ να τα έχει κάνει όλα, είτε ήταν έτσι, είτε όχι. Ο Λόιαλ αυτά που έκανε δεν τα θεωρούσε γενναία, ούτε ότι άξιζαν να καταγραφτούν. Εκτός απ' αυτούς, η κοινή αίθουσα ήταν άδεια. Ο Πέριν άκουγε τα βιολιά να παίζουν ακόμα. Του φάνηκε ότι αναγνώριζε το σκοπό. Δεν ήταν κάποιο τραγούδι των Μαστόρων. «Η Αγάπη Μου Είναι Ένα Τριαντάφυλλο Του Κάμπου».

Η Φάιλε σήκωσε τα μάτια όταν ο Πέριν έκανε το πρώτο βήμα και σηκώθηκε κομψά για να τον συναντήσει. Ο Άραμ ξαναπήρε τη θέση του, όταν είδε ότι ο Πέριν δεν ζύγωσε την πόρτα.

«Το πουκάμισό σου είναι μούσκεμα», τον μάλωσε η Φάιλε. «Πες μου, κοιμήθηκες φορώντας το, έτσι δεν είναι; Και με τις μπότες, είμαι σίγουρη. Ούτε μια ώρα δεν πέρασε από τότε που σε άφησα. Ανέβα πάνω, πριν σωριαστείς».

«Είδες τον Λουκ να φεύγει;» τη ρώτησε αυτός. Το στόμα της σφίχτηκε, αλλά μερικές φορές ο μόνος τρόπος ήταν να την αγνοεί. Όταν λογομαχούσε μαζί της, συχνά έβγαινε νικήτρια.

«Πέρασε φουριόζος από δω πριν από λίγα λεπτά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα», του είπε τελικά. Αυτά ήταν τα λόγια της· ο τόνος της έλεγε ότι δεν είχαν τελειώσει με το θέμα του ύπνου.

«Φαινόταν... τραυματισμένος;»

«Ναι», είπε αυτή αργά. «Παραπατούσε και έσφιγγε κάτι στο στήθος κάτω από το σακάκι του. Επίδεσμο, ίσως. Η κυρά Κόνγκαρ είναι στην κουζίνα, αλλά απ' ό,τι άκουσα παραλίγο να τη ρίξει κάτω. Πού το ξέρεις;»