«Το ονειρεύτηκα». Τα γερτά μάτια της πήραν ένα επικίνδυνο φως. Πού είχε το μυαλό της; Ήξερε για το λυκίσιο όνειρο· περίμενε ότι ο Πέριν θα της εξηγούσε μπροστά στην Μπάιν και την Τσιάντ, μπροστά στον Αραμ και τον Λόιαλ; Ε, ο Λόιαλ δεν πείραζε· ήταν τόσο απορροφημένος στις σημειώσεις του, που δεν θα έδινε σημασία ακόμα κι αν εισέβαλλαν στην κοινή αίθουσα ένα κοπάδι πρόβατα. «Ο Γκαούλ;»
«Η κυρά Κόνγκαρ του έδωσε κάτι για να κοιμηθεί και του έβαλε κατάπλασμα στο πόδι. Το πρωί, όταν θα ξυπνήσουν οι Άες Σεντάι, κάποια θα τον Θεραπεύσει, αν κρίνουν ότι είναι σοβαρό».
«Έλα, κάθισε, Φάιλε. Θέλω να κάνεις κάτι για μένα». Εκείνη τον κοίταξε καχύποπτα, αλλά τον άφησε να την πάει σε μια καρέκλα. Όταν κάθισαν, ο Πέριν έσκυψε πάνω από το τραπέζι και προσπάθησε να μιλήσει με σοβαρή φωνή, αλλά χωρίς βιασύνη. Πάνω απ' όλα χωρίς βιασύνη. «Θέλω να πας ένα μήνυμα στο Κάεμλυν εκ μέρους μου. Πηγαίνοντας, πες στο Λόφο της Σκοπιάς πώς είναι η κατάσταση εδώ. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως θα ήταν καλύτερα να διασχίσουν τον Τάρεν, ώσπου να τελειώσουν όλα». Να που το είχε πει ήρεμα, όπως έπρεπε· σαν να μιλούσε αυθόρμητα. «Θέλω να ζητήσεις από τη Βασίλισσα Μοργκέις να στείλει μερικούς από τους Φρουρούς της Βασίλισσας. Ξέρω ότι είναι επικίνδυνο αυτό που σου ζητώ, αλλά η Μπάιν και η Τσιάντ μπορούν να σε πάνε ως το Τάρεν Φέρυ με ασφάλεια και το πέραμα είναι ακόμα εκεί». Η Τσιάντ ανασηκώθηκε, κοιτώντας τον ανήσυχα. Γιατί ήταν ανήσυχη;
«Δεν θα χρειαστεί να τον αφήσεις», της είπε η Φάιλε. Ύστερα από μια στιγμή, η Αελίτισσα ένευσε και ξανακάθισε στη θέση της πλάι στον Γκαούλ. Η Τσιάντ και ο Γκαούλ; Ήταν θανάσιμοι εχθροί. Απόψε τίποτα δεν είχε νόημα.
«Είναι μακρύς ο δρόμος για το Κάεμλυν», συνέχισε η Φάιλε χαμηλόφωνα. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο πάνω του, αλλά το πρόσωπό της ήταν τελείως ανέκφραστο. «Θα πάρει βδομάδες για να φτάσω εκεί με το άλογο, ύστερα όσος καιρός χρειαστεί για να παρουσιαστώ μπροστά στη Μοργκέις και να την πείσω, και μετά άλλες τόσες βδομάδες για να γυρίσω με τους Φρουρούς της Βασίλισσας».
«Μπορούμε άνετα να αντέξουμε τόσο», της είπε. Που να καώ, ξέρω να πω ένα ψέμα καλύτερα από τον Ματ! «Ο Λουκ είχε δίκιο. Αποκλείεται να υπάρχουν πάνω από χίλιοι Τρόλοκ εκεί έξω». Το όνειρο; Η Φάιλε ένευσε. Τουλάχιστον καταλάβαινε. «Μπορούμε να αντέξουμε αρκετό καιρό, στο μεταξύ, όμως, θα καίνε σπαρτά και ποιος ξέρει τι άλλο θα κάνουν. Θα χρειαστούμε τους Φρουρούς της Βασίλισσας για να τους ξεφορτωθούμε οριστικά. Είσαι η λογική επιλογή για να πας. Ξέρεις πώς να μιλήσεις σε μια βασίλισσα, αφού είσαι ξαδέρφη βασίλισσας και τα λοιπά. Φάιλε, ξέρω ότι αυτό που σου ζητώ είναι επικίνδυνο» —λιγότερο επικίνδυνο από το να παραμείνει εδώ― «αλλά όταν φτάσεις το πέραμα, ο δρόμος θα είναι ανοιχτός».
Δεν είχε ακούσει τον Ογκιρανό να πλησιάζει, παρά μόνο όταν ο Λόιαλ ακούμπησε τις σημειώσεις του μπροστά στη Φάιλε. «Κατά λάθος σας άκουσα, Φάιλε. Αν πας στο Κάεμλυν, μήπως θα μπορούσες να το πάρεις κι αυτό; Για να είναι ασφαλές μέχρι να έρθω να το πάρω». Ίσιωσε τον τόμο σχεδόν τρυφερά. «Τυπώνουν πολύ ωραία βιβλία στο Κάεμλυν. Συγχώρεσέ με για τη διακοπή, Πέριν», πρόσθεσε. Μα τα μάτια του, που ήταν μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού, ήταν στραμμένα στη Φάιλε, όχι σ' αυτόν. «Το όνομα Φάιλε σου ταιριάζει. Πρέπει να πετάξεις ελεύθερη, σαν γεράκι». Χτύπησε τον Πέριν στον ώμο. «Πρέπει να πετάξει ελεύθερη», μουρμούρισε μ' ένα μπουμπουνητό και μετά ξαναγύρισε στο στρώμα του και ξάπλωσε γυρισμένος προς τον τοίχο.
«Είναι πολύ κουρασμένος», είπε ο Πέριν, προσπαθώντας να διασκεδάσει το σχόλιο του Λόιαλ. Ο ανόητος Ογκιρανός θα τα χαλούσε όλα! «Αν φύγεις απόψε, θα προλάβεις να φτάσεις στο Λόφο της Σκοπιάς με το χάραμα της μέρας. Θα πρέπει να πας από ανατολικά· εκεί οι Τρόλοκ είναι λιγότεροι. Είναι πολύ σημαντικό για μένα... εννοώ, για το Πεδίο του Έμοντ. Θα το κάνεις;»
Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή τόση ώρα, που ο Πέριν αναρωτήθηκε αν θα του απαντούσε. Τα μάτια της λαμπύρισαν· έπειτα σηκώθηκε και κάθισε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντάς του τη γενειάδα. «Θέλει περιποίηση. Μου αρέσει πάνω σου, αλλά δεν θέλω να φτάσει ως το στέρνο σου».
Ο Πέριν παραλίγο να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Η Φάιλε συχνά άλλαζε θέμα, αλλά το έκανε συνήθως όταν έχανε τη συζήτηση. «Φάιλε, σε παρακαλώ. Πρέπει να πας αυτό το μήνυμα στο Κάεμλυν».
Το χέρι της έσφιξε τη γενειάδα του· κούνησε το κεφάλι της σαν να διαφωνούσε με τον εαυτό της. «Θα πάω», είπε τελικά, «αλλά θέλω πληρωμή. Πάντα με βάζεις να κάνω πράγματα με το δύσκολο τρόπο. Στη Σαλδαία δεν θα αναγκαζόμουν να το ζητήσω εγώ. Το τίμημα που ζητώ είναι... Ένας γάμος. Θέλω να σε παντρευτώ», είπε προφέροντας βιαστικά τα τελευταία λόγια.