Выбрать главу

«Κι εγώ εσένα». Της χαμογέλασε. «Μπορούμε να δώσουμε τους όρκους του αρραβώνα μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών απόψε, φοβάμαι όμως ότι ο γάμος θα πρέπει να περιμένει ένα χρόνο. Όταν επιστρέψεις από το Κάεμλυν —» Η Φάιλε παραλίγο να του ξεριζώσει μια χούφτα τρίχες από τη γενειάδα του.

«Θα σε πάρω για σύζυγό μου απόψε», του είπε με φλογερή, χαμηλή φωνή, «αλλιώς δεν φεύγω μέχρι να συμφωνήσεις!»

«Αν υπήρχε τρόπος, θα το έκανα», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Η Νταίζε Κόνγκαρ θα μου έσπαγε το κεφάλι αν ήθελα να παραβιάσω το έθιμο. Για την αγάπη του Φωτός, Φάιλε, πήγαινε το μήνυμα και μόλις μπορέσω, θα σε παντρευτώ την ίδια μέρα». Θα το έκανε. Αρκεί να ερχόταν ποτέ αυτή η μέρα.

Ξαφνικά η Φάιλε προσηλώθηκε έντονα στη γενειάδα του, στρώνοντάς τη χωρίς να συναντά το βλέμμα του. Άρχισε να μιλά αργά και ύστερα τα λόγια της τάχυναν σαν φρενιασμένο άλογο. «Απλώς... έτυχε να αναφέρω... παρεμπιπτόντως... απλώς ανέφερα στην κυρά αλ'Βέρ ότι ταξιδεύαμε μαζί —δεν ξέρω πώς έγινε η νύξηκαι εκείνη είπε... και η κυρά Κόνγκαρ συμφώνησε μαζί της... —όχι ότι το έλεγα σε όλο τον κόσμο!― είπε ότι πιθανότατα —σίγουρα― θα μπορούσε σύμφωνα με τα έθιμά σας να θεωρηθεί ότι ήμασταν ήδη αρραβωνιασμένοι και ο χρόνος είναι για να βεβαιωθείς ότι πραγματικά τα πας καλά με τον άλλο —κάτι που συμβαίνει, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας― και να που τα λέω σταράτα, σαν γύναιο του Άραντ Ντόμαν ή σαν τις κοπελιές του Δακρύου —μην τυχόν ποτέ σκεφτείς καν την Μπερελαίν― αχ, Φως μου, μ' έπιασε η φλυαρία κι εσύ ούτε που —»

Τη σταμάτησε φιλώντας την όσο καλύτερα ήξερε.

«Θα με παντρευτείς;» της είπε ξέπνοα όταν σταμάτησε. «Απόψε;» Πρέπει να τα είχε καταφέρει καλύτερα στο φιλί απ' όσο νόμιζε· αναγκάστηκε να επαναλάβει τη φράση του έξι φορές, ενώ η Φάιλε γελούσε πνιχτά με το πρόσωπο στο λαιμό του και απαιτούσε να της το ξαναπεί, μέχρι να καταλάβει.

Κι έτσι βρέθηκε, ούτε μισή ώρα αργότερα, γονατισμένος αντίκρυ της, στην κοινή αίθουσα, μπροστά στην Νταίζε Κόνγκαρ και τη Μάριν αλ'Βέρ, την Άλσμπετ Λούχαν, τη Νέυσα Αγιέλιν και όλο τον Κύκλο των Γυναικών. Είχαν σηκώσει τον Λόιαλ για να σταθεί πλάι του μαζί με τον Άραμ, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ ήταν δίπλα στη Φάιλε. Δεν υπήρχαν λουλούδια για να βάλει στα μαλλιά της ή τα δικά του, αλλά η Μπάιν, με την καθοδήγηση της Μάριν, του πέρασε μια μακριά, κόκκινη, γαμήλια κορδέλα στο λαιμό και ο Λόιαλ πέρασε μια άλλη στα μαύρα μαλλιά της Φάιλε με τα χοντρά δάχτυλά του, που ήταν αναπάντεχα απαλά και επιδέξια. Τα χέρια του Πέριν έτρεμαν καθώς κρατούσαν τα δικά της.

«Εγώ, ο Πέριν Αϋμπάρα, σου αφιερώνω την αγάπη μου, Φάιλε Μπασίρ, για όσο θα ζω». Για όσο θα ζω, αλλά και μετά. «Ό,τι κατέχω στον κόσμο, σου το δίνω». Ένα άλογο, ένα τσεκούρι, ένα τόξο. Ένα σφυρί. Δεν είναι σπουδαία δώρα για μια νυφούλα. Σον δίνω ζωή, αγάπη μου. Είναι το μόνο που έχω. «Θα σε κρατώ και θα σε έχω, θα σε φροντίζω και θα σε νοιάζομαι, θα σε προστατεύω και θα σε φυλάω, για όλες τις μέρες της ζωής μου», Δεν μπορώ να σε κρατήσω· ο μόνος τρόπος για να σε προστατεύσω είναι να σε στείλω αλλού. «Είμαι δικός σου, παντοτινά και αιώνια και για πάντα». Όταν τελείωσε, ήταν ολοφάνερο πλέον ότι τα χέρια του έτρεμαν.

Η Φάιλε του έπιασε κι αυτή τα χέρια. «Εγώ, η Ζαρίν Μπασίρ» —αυτό ήταν έκπληξη· η Φάιλε μισούσε αυτό το όνομα― «σου αφιερώνω την αγάπη μου, Πέριν Αϋμπάρα...» Τα χέρια της δεν τρεμούλιασαν ούτε μια φορά.

54

Στο Παλάτι

Η Ηλαίην, καθισμένη στο πίσω μέρος ενός κάρου με ψηλές ρόδες, που αγκομαχούσε σε ένα φιδίσιο δρόμο του Τάντσικο, πίσω από τέσσερις ιδρωμένους άντρες, κοίταζε μουτρωμένη μέσα από το λερωμένο πέπλο, που την κάλυπτε από τα μάτια ως το πηγούνι, και κλωτσούσε εκνευρισμένη τον αέρα με τα γυμνά πόδια της. Κάθε τίναγμα στον πλακόστρωτο δρόμο την τράνταζε ολόκληρη· όσο πιο γερά πιανόταν από τις τραχιές σανίδες της καρότσας, τόσο χειρότερα ήταν. Η Νυνάβε δεν έμοιαζε να ενοχλείται· χοροπηδούσε σαν την Ηλαίην, αλλά δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει, καθώς είχε σμίξει ανάλαφρα τα φρύδια και είχε το βλέμμα στραμμένο μέσα της, στις σκέψεις της. Και η Εγκήνιν, που ήταν στριμωγμένη δίπλα στη Νυνάβε, στην άλλη μεριά, φορώντας κι αυτή πέπλο, με τα μαύρα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους χτενισμένα κοτσίδες, ξεπερνούσε εύκολα κάθε τράνταγμα με τα χέρια σταυρωμένα. Στο τέλος, η Ηλαίην μιμήθηκε τη Σωντσανή· και πάλι έπεφτε πάνω στη Νυνάβε, αλλά δεν ένιωθε λες και τα κάτω δόντια της προσπαθούσαν να χωθούν στα πάνω, καθώς το δίτροχο κάρο προχωρούσε στο δρόμο του.

Μετά χαράς θα περπατούσε, έστω και ξυπόλητη, αλλά ο Μπέυλ Ντόμον είχε πει ότι δεν θα φαινόταν σωστό· ο κόσμος θα αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες δεν βρίσκονταν μέσα στο κάρο αφού υπήρχε χώρος και το τελευταίο που ήθελαν ήταν να τραβήξουν την προσοχή. Βέβαια, αυτός δεν αναπηδούσε σαν σακί με γογγύλια· περπατούσε μπροστά από το κάρο, μαζί με δέκα από τους είκοσι ναύτες που είχε φέρει για συνοδεία. Ισχυριζόταν ότι, αν έφερνε περισσότερους, θα φαινόταν ύποπτο. Η Ηλαίην υποψιαζόταν ότι δεν θα είχε φέρει τόσο πολλούς αν δεν ήταν η ίδια και οι άλλες δύο.