Выбрать главу

Ο ανέφελος ουρανός ακόμα ήταν γκρίζος εκεί ψηλά, αν και είχε φωτίσει πριν ακόμα ξεκινήσουν· οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και σιωπηλοί, αν εξαιρούσε κανείς τους κρότους της άμαξας και το τρίξιμο του άξονά της. Όταν ο ήλιος θα πρόβαλε πάνω από τον ορίζοντα, οι άνθρωποι θα άρχιζαν να βγαίνουν, αλλά τώρα οι λίγοι που έβλεπε ήταν ομάδες αντρών με φαρδιά παντελόνια και σκούρα, κυλινδρικά καπέλα, που προχωρούσαν με ύποπτο ύφος, σαν να είχαν κάνει ποιος ξέρει ποια απάτη όσο επικρατούσε σκοτάδι. Είχαν βάλει προσεκτικά ένα κομμάτι τριμμένου μουσαμά πάνω στο φορτίο του κάρου, έτσι ώστε να βλέπουν όλοι ότι σκέπαζε μόνο τρία μεγάλα καλάθια, αλλά έστω κι έτσι, κάποιες απ' αυτές τις ομάδες σταματούσαν σαν κοπάδι σκυλιά και τα πέπλα στα πρόσωπά τους σηκώνονταν μαζί, με βλέμματα που γυρνούσαν για να ακολουθήσουν το κάρο. Όπως φαινόταν, είκοσι άντρες με σπαθιά και ρόπαλα ήταν μεγάλος αριθμός για να τα βάλουν μαζί τους, επειδή στο τέλος ακολουθούσαν γοργά το δρόμο τους.

Οι ρόδες έπεσαν σε μια μεγάλη λακκούβα, επειδή είχαν βγάλει τις πλάκες σε κάποια επεισόδια· η Ηλαίην ένιωσε να χάνει το κάρο από κάτω της. Παραλίγο να δαγκώσει τη γλώσσα της, όταν το σώμα της και η καρότσα συναντήθηκαν πάλι μ' ένα δυνατό χτύπημα. Μα πώς σταύρωνε έτσι ανέμελα τα χέρια αυτή η Εγκήνιν! Πιάστηκε από την άκρη της καρότσας και κοίταξε συνοφρυωμένη τη Σωντσανή. Και είδε ότι κι εκείνη είχε σφιγμένα τα χείλη και πιανόταν και με τα δύο χέρια.

«Τελικά δεν είναι σαν να στέκεσαι σε κατάστρωμα», είπε η Εγκήνιν σηκώνοντας τους ώμους.

Η Νυνάβε έκανε μια μικρή γκριμάτσα και προσπάθησε να απομακρυνθεί από τη Σωντσανή, αν και ήταν δύσκολο να πει κανείς πώς θα το κατάφερνε αυτό χωρίς να σκαρφαλώσει στην αγκαλιά της Ηλαίην. «Θα μιλήσω στον αφέντη Μπέυλ Ντόμον», μουρμούρισε με νόημα, λες και δεν ήταν δική της ιδέα το κάρο. Άλλο ένα τράνταγμα και τα δόντια της έκλεισαν χτυπώντας μεταξύ τους.

Και οι τρεις φορούσαν κακότεχνα, καφετιά ρούχα από μαλλί, λεπτοπλεγμένο αλλά τραχύ στην υφή κι όχι πολύ καθαρό, σαν αυτά που φορούσαν οι φτωχές αγρότισσες, τα οποία έμοιαζαν με σακιά σε σύγκριση με τα κολλητά μετάξια που προτιμούσε η Ρέντρα. Προσφυγίνες από την ύπαιθρο, που έβγαζαν το ψωμί τους όπως μπορούσαν· αυτό υποτίθεται ότι ήταν. Ήταν φανερή η ανακούφιση της Εγκήνιν όταν είχε πρωτοδεί τα φορέματα και ήταν παράξενη όσο και η παρουσία της στο κάρο. Η Ηλαίην το τελευταίο θα το θεωρούσε αδιανόητο.

Είχε γίνει αρκετή συζήτηση —έτσι το έλεγαν οι άντρες― στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, όμως η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν αντικρούσει τις περισσότερες από τις χαζές αντιρρήσεις τους και είχαν αγνοήσει τις υπόλοιπες. Οι δύο τους έπρεπε να μπούνε στο Παλάτι της Πανάρχισσας και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα. Τότε ο Ντόμον είχε εγείρει άλλη μια αντίρρηση, που δεν ήταν ανόητη σαν τις άλλες.

«Δεν μπορείτε να μπείτε στο παλάτι μόνες», μουρμούρισε ο γενειοφόρος λαθρέμπορος, κοιτώντας τις ακουμπισμένες στο τραπέζι γροθιές του. «Λέτε ότι δεν θα διαβιβάσετε, παρά μόνο αν χρειαστεί, για να μην προειδοποιήσετε τις Μαύρες Άες Σεντάι». Δεν είχαν θεωρήσει σκόπιμο να αναφέρουν την Αποδιωγμένη. «Τότε πρέπει να έχετε μπράτσα για να σηκώσετε το ρόπαλο, αν χρειαστεί, και δεν θα ήταν άσχημο αν είχατε μάτια και στην πλάτη. Είμαι γνωστός εκεί, στους υπηρέτες. Πήγαινα δώρα και στην παλιά Πανάρχισσα. Θα έρθω μαζί σας». Κούνησε το κεφάλι του. «Θα με αναγκάσετε να βάλω το κεφάλι στο τσεκούρι του δήμιου, επειδή σας παράτησα τότε στο Φάλμε. Που να με φάει η μοίρα μου, αυτό ακριβώς κάνετε! Ε, λοιπόν, τελείωσε· δεν θα φέρετε αντίρρηση σ' αυτό! Θα έρθω μαζί σας», μούγκρισε.

«Δεν ξέρεις τι λες, Ιλιανέ», είπε περιφρονητικά ο Τζούιλιν, πριν προλάβουν να ανοίξουν το στόμα η Ηλαίην ή η Νυνάβε. «Νομίζεις ότι οι Ταραμπονέζοι θα σε αφήσουν να τριγυρνάς όπου θέλεις στο παλάτι; Έναν πονηρό λαθρέμπορο από το Ίλιαν; Εγώ ξέρω πώς σκέφτονται οι υπηρέτες, ξέρω πώς να σκύψω το κεφάλι αν δω κανέναν κουφιοκεφαλάκη αριστοκράτη, ώστε να με περάσει για...» Ξερόβηξε βιαστικά και συνέχισε χωρίς να κοιτάζει τη Νυνάβε ― ή την ίδια! «Εγώ πρέπει να πάω μαζί τους».

Ο Θομ γέλασε με τους άλλους δύο. «Λέτε ότι μπορεί κανείς σας να περάσει για Ταραμπονέζος; Εγώ μπορώ· σε μια δύσκολη στιγμή, αυτά θα με βοηθήσουν». Άγγιξε τα μακριά μουστάκια του. «Εκτός αυτού, δεν μπορείτε να τριγυρνάτε στο Παλάτι της Πανάρχισσας κρατώντας ρόπαλο ή ραβδί. Χρειάζεται μια πιο... ύπουλη... μέθοδος προστασίας». Ανέμισε το χέρι του και ξαφνικά εμφανίστηκε εκεί ένα μαχαίρι να στριφογυρνά στα δάχτυλά του, το οποίο εξαφανίστηκε εξίσου ξαφνικά· πρέπει να το είχε κρύψει στο μανίκι του, σκέφτηκε η Ηλαίην.