Выбрать главу

«Ξέρετε όλοι τι πρέπει να κάνετε», θύμωσε η Νυνάβε, «και δεν μπορείτε να το κάνετε, αν συνεχώς θέλετε να μας προσέχετε σαν να είμαστε χήνες για το παζάρι!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε με ηπιότερο τόνο. «Αν υπήρχε τρόπος να έρθει ένας από σας, θα εκτιμούσα τουλάχιστον ένα ζευγάρι μάτια ακόμα, αν μη τι άλλο, όμως δεν γίνεται. Όπως φαίνεται, πρέπει να πάμε μόνες, τελεία και παύλα».

«Μπορώ να σας συνοδεύσω εγώ», ανακοίνωσε ξαφνικά η Εγκήνιν από τη γωνία του δωματίου, όπου την είχε αναγκάσει η Νυνάβε να στέκεται. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν· εκείνη τους ανταπέδωσε το βλέμμα συνοφρυωμένη, σαν να μην ήταν σίγουρη ούτε η ίδια. «Αυτές οι γυναίκες είναι Σκοτεινόφιλες. Πρέπει να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη».

Η Ηλαίην απλώς ξαφνιάστηκε από την προσφορά, όμως η Νυνάβε, που οι άκρες του στόματός της είχαν ασπρίσει, έμοιαζε έτοιμη να την κατσαδιάσει. «Νομίζεις ότι μπορούμε να σε εμπιστευτούμε, Σωντσάν;» είπε ψυχρά. «Πριν φύγουμε, θα σε κλειδαμπαρώσουμε σε μια αποθήκη, όσα σχόλια κι αν —»

«Ορκίζομαι στην ελπίδα μου για ένα ανώτερο όνομα», τη διέκοψε τη Εγκήνιν φέροντας τα χέρια στην καρδιά, το ένα πάνω στο άλλο, «ότι δεν θα σας προδώσω με οποιονδήποτε τρόπο, ότι θα σας υπακούω και θα φυλάω τα νώτα σας, μέχρι να βγείτε ασφαλείς από το Παλάτι της Πανάρχισσας». Και μετά υποκλίθηκε τρεις φορές, βαθιά, με επισημότητα. Η Ηλαίην δεν είχε ιδέα τι σήμαινε «ελπίδα για ένα ανώτερο όνομα», αλλά όπως το έλεγε η Σωντσανή, φαινόταν δεσμευτικό.

«Μπορεί να το κάνει», είπε ο Ντόμον αργά, απρόθυμα. Κοίταξε την Εγκήνιν και κούνησε το κεφάλι. «Που να με φάει η μοίρα μου, δεν έχω πάνω από δυο-τρεις άντρες που, αν τα έβαζαν μαζί της, θα στοιχημάτιζα σ' αυτούς».

Η Νυνάβε κοίταξε συνοφρυωμένη το χέρι της να σφίγγει πέντ' έξι μακριές κοτσίδες της και μετά, με μια εσκεμμένη κίνηση, τις τράβηξε απότομα.

«Νυνάβε», είπε με σιγουριά η Ηλαίην, «κι εσύ η ίδια είπες ότι θα ήθελες άλλο ένα ζευγάρι μάτια. Το ίδιο θέλω κι εγώ. Πέραν αυτού, για να τα καταφέρουμε χωρίς να διαβιβάσουμε, θα ήταν καλό να έχουμε κάποιον να κανονίσει, αν χρειαστεί, κάποιον ενοχλητικό φρουρό. Δεν ξέρω να βαράω άντρες με τις γροθιές μου, ούτε κι εσύ. Θυμάσαι πόσο καλά παλεύει».

Η Νυνάβε αγριοκοίταξε την Εγκήνιν, έριξε ένα συνοφρυωμένο βλέμμα στην Ηλαίην και μετά στύλωσε τα μάτια στους άντρες, σαν να είχαν συνωμοτήσει γι' αυτό πίσω από την πλάτη της. Στο τέλος, όμως, ένευσε.

«Ωραία», είπε η Ηλαίην. «Αφέντη Ντόμον, αυτό σημαίνει ρούχα για τρεις γυναίκες, όχι για δύο. Τώρα οι τρεις σας καλά θα κάνετε να φύγετε. Θέλουμε να ξεκινήσουμε μόλις φωτίσει».

Το κάρο που σταματούσε έβγαλε την Ηλαίην από τους συλλογισμούς της.

Κάποιοι Λευκομανδίτες, που είχαν ξεπεζέψει, έκαναν ερωτήσεις στον Ντόμον. Εδώ ο δρόμος συναντούσε μια πλατεία πίσω από το Παλάτι της Πανάρχισσας, μια πλατεία πολύ μικρότερη από την μπροστινή. Πιο πέρα ορθωνόταν το ογκώδες, μαρμάρινο παλάτι με τους λιγνούς πύργους του, τους οποίους έζωναν πέτρες σκαλισμένες σαν δαντέλα, με τους χιονόλευκους θόλους του, οι οποίοι είχαν χρυσά τελειώματα, και με τα χρυσά βέλη ή τους ανεμοδείκτες στην κορυφή. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν πλατύτεροι από τους συνηθισμένους του Τάντσικο, και πιο ίσιοι.

Το αργό κροτάλισμα από τις οπλές ενός αλόγου στις μεγάλες πλάκες της πλατείας ανακοίνωσε την άφιξη ενός άλλου καβαλάρη. Ήταν ένας ψηλός άντρας, που φορούσε στιλβωμένο κράνος, πανοπλία που άστραφτε κάτω από το λευκό μανδύα με το χρυσό, ακτινωτό ήλιο και κρατούσε μια άλικη, ποιμενική ράβδο. Η Ηλαίην έσκυψε το κεφάλι· τέσσερα διακριτικά του βαθμού κάτω από τον πλατύ ήλιο της είπαν ότι αυτός ήταν ο Τζάιτσιμ Κάριντιν. Δεν την είχε δει ποτέ του, αλλά αν την έβλεπε να τον κοιτάζει, ίσως να απορούσε γιατί. Οι οπλές διέσχισαν την πλατεία χωρίς να σταματήσουν.

Είχε κι η Εγκήνιν σκυμμένο το κεφάλι, ενώ η Νυνάβε κοίταζε απροκάλυπτα τον Εξεταστή με σμιγμένα τα φρύδια. «Αυτός ο άνθρωπος ανησυχεί πολύ για κάτι», μουρμούρισε. «Ελπίζω να μην άκουσε —»

«Η Πανάρχισσα είναι νεκρή!» φώναξε μια ανδρική φωνή από κάπου στην άλλη μεριά της πλατείας. «Τη σκότωσαν!»

Δεν φαινόταν ποιος φώναζε ή από πού. Οι δρόμοι, ως εκεί που έβλεπε η Ηλαίην, ήταν αποκλεισμένοι από τους Λευκομανδίτες.

Κοίταξε πίσω, το δρόμο απ' όπου είχε ανέβει μόλις τώρα το κάρο, και ευχήθηκε να τελείωναν γρήγορα οι φρουροί τις ερωτήσεις στον Ντόμον. Στην πρώτη στροφή είχε αρχίσει να συνωστίζεται κόσμος, κοιτώντας ψηλά, προς την πλατεία. Απ' ό,τι φαινόταν, ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν κάνει καλή δουλειά το βράδυ, διαδίδοντας τις φήμες. Μακάρι μόνο το ξέσπασμα να μη γινόταν τώρα, που οι τρεις γυναίκες περίμεναν εδώ, όπου θα ήταν το επίκεντρο. Αν ξεκινούσαν οι ταραχές τώρα... Τα χέρια της δεν έτρεμαν, αλλά μόνο επειδή έσφιγγαν την καρότσα του κάρου. Φως μου, εδώ έξω όχλος, εκεί μέσα το Μαύρο Άτζα, ίσως και η Μογκέντιεν... Από το φόβο έχει στεγνώσει το στόμα μου. Η Νυνάβε και η Εγκήνιν κοίταζαν κι αυτές το πλήθος που συγκεντρωνόταν στο δρόμο και δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια, πόσο μάλλον να τρέμουν. Όχι, δεν θα φανώ δειλή. Όχι!