Το κάρο προχώρησε μπροστά και η Ηλαίην στέναξε από ανακούφιση. Ύστερα από μια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι είχε μόλις ακούσει μια δίδυμη ηχώ του στεναγμού της από τις δύο άλλες γυναίκες.
Μπροστά σε μια πύλη, που δεν ήταν πολύ πλατύτερη από το κάρο, ξανάκαναν ερωτήσεις στον Ντόμον άντρες με μυτερά κράνη, που στους θώρακες τους είχαν χαραγμένο ένα δέντρο βαμμένο χρυσό. Στρατιώτες της Λεγεώνας της Πανάρχισσας. Αυτή τη φορά οι ερωτήσεις κράτησαν λιγότερο· της Ηλαίην της φάνηκε ότι είδε ένα μικρό πουγκί να αλλάζει χέρια και μετά βρέθηκαν μέσα, να προχωρούν βροντερά στην πρόχειρα λιθοστρωμένη αυλή έξω από τα μαγειρεία. Με εξαίρεση τον Ντόμον, οι ναύτες έμειναν έξω με τους στρατιώτες.
Η Ηλαίην πήδηξε κάτω αμέσως μόλις σταμάτησε το κάρο, πατώντας με προσοχή· οι ανώμαλες πέτρες ήταν σκληρές. Ποιος θα πίστευε ότι η λεπτή σόλα ενός σανδαλιού θα έκανε τόση διαφορά; Η Εγκήνιν ανέβηκε στην καρότσα για να δώσει στις άλλες τα καλάθια· η Νυνάβε πήρε το πρώτο στη ράχη της, φέρνοντας το ένα χέρι στη μέση πίσω της, για να το κρατά από κάτω, ενώ πέρασε το άλλο χέρι πάνω από τον ώμο της, για να το πιάσει από το χείλος. Μακριές, λευκές πιπεριές, κάπως μαραμένες από το ταξίδι από τη Σαλδαία, γέμιζαν τα καλάθια σχεδόν ως επάνω.
Καθώς η Ηλαίην έπιανε το δικό της, ο Ντόμον ήρθε στο πίσω μέρος του κάρου και προσποιήθηκε ότι εξέταζε τις παγοπιπεριές. «Κατά πώς φαίνεται, οι Λευκομανδίτες και η Λεγεώνα της Πανάρχισσας είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια», μουρμούρισε δοκιμάζοντας με το δάχτυλο τις πιπεριές. «Αυτός ο υπολοχαγός είπε ότι η Λεγεώνα θα μπορούσε να προστατεύσει την Πανάρχισσα και μόνη της, αν δεν είχαν στείλει τους περισσότερους άντρες της να φυλάνε τα περιμετρικά φρούρια. Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν μπορεί να βλέπει την Πανάρχισσα, όχι όμως ο Άρχοντας Διοικητής της Λεγεώνας. Επίσης, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι που όλοι οι φρουροί μέσα είναι της Πολιτοφυλακής. Αν ήταν κανείς καχύποπτος, θα έλεγε ότι κάποιος θέλει οι φρουροί της Πανάρχισσας να προσέχουν πρώτα ο ένας τον άλλο».
«Καλά που το μάθαμε αυτό», μουρμούρισε η Νυνάβε χωρίς να τον κοιτάξει. «Πάντα έλεγα ότι μαθαίνεις χρήσιμα πράγματα ακούγοντας το κουτσομπολιό των αντρών».
Ο Ντόμον γρύλισε ξινά. «Θα σας πάω μέσα· έπειτα θα πρέπει να επιστρέψω στους άντρες μου, για να προλάβω μην μπλέξουν στον όχλο». Όλοι οι ναύτες από όλα τα πλοία που είχε ο Ντόμον στο λιμάνι βρίσκονταν στους δρόμους γύρω από το παλάτι.
Η Ηλαίην πήρε το καλάθι της στην πλάτη και ακολούθησε τις άλλες γυναίκες από πίσω του, με το κεφάλι σκυμμένο, μορφάζοντας με κάθε βήμα ώσπου να βρεθούν στα κόκκινα και καφετιά πλακάκια της κουζίνας. Την αίθουσα γέμιζαν οι μυρωδιές από μπαχαρικά, σάλτσες και μαγειρευτό κρέας.
«Παγοπιπεριές για την Πανάρχισσα», ανακοίνωσε ο Ντόμον. «Ένα δώρο από τον Μπέυλ, έναν καλό καραβοκύρη αυτής της πόλης».
«Κι άλλες παγοπιπεριές;» είπε μια γυναίκα με στιβαρό σώμα και μαύρες κοτσίδες, η οποία φορούσε άσπρη ποδιά και το πανταχού παρόν πέπλο, χωρίς σχεδόν να σηκώσει το βλέμμα από ένα ασημένιο δίσκο, όπου τακτοποιούσε μια πολύπλοκα διπλωμένη, λευκή πετσέτα ανάμεσα σε πιάτα από λεπτή, χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών. Υπήρχαν καμιά δωδεκαριά γυναίκες με ποδιές στην κουζίνα, όπως επίσης και δύο αγόρια μπροστά σε δύο από τις έξι φωτιές, τα οποία γυρνούσαν σούβλες με ψητά κρέατα που έσταζαν λίπος, όμως ήταν φανερό ότι αυτή ήταν η αρχιμαγείρισσα. «Λοιπόν, φαίνεται ότι της Πανάρχισσας της άρεσαν οι άλλες. Βάλ' τες στην αποθήκη εκεί». Έκανε αόριστα μια χειρονομία προς μια από τις πόρτες στην άλλη άκρη του δωματίου. «Έχω δουλειά τώρα, δεν προλαβαίνω ν' ασχοληθώ μαζί σου».
Η Ηλαίην είχε καρφώσει το βλέμμα στο πάτωμα καθώς ακολουθούσε τη Νυνάβε και την Εγκήνιν, κι είχε ιδρώσει, αλλά όχι από τη ζέστη που έβγαζαν οι σιδερένιες κουζίνες και οι φωτιές. Μια κοκαλιάρα γυναίκα με ένα πράσινο, μεταξωτό φόρεμα, που δεν είχε Ταραμπονέζικο κόψιμο, στεκόταν πλάι σε ένα από τα πλατιά τραπέζια και έξυνε τα αφτιά ενός κοκαλιάρικου, γκρίζου γατιού, καθώς αυτό έγλειφε κρέμα από ένα πορσελάνινο πιάτο. Όχι μόνο το στενό πρόσωπο και η πλατιά μύτη της, αλλά και η γάτα έδειχνε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Η Μάριλιν Γκεμάλφιν, κάποτε του Καφέ Άτζα, τώρα του Μαύρου. Αν σήκωνε τα μάτια από εκείνη τη γάτα, αν τις αντιλαμβανόταν, δεν θα χρειαζόταν να διαβιβάσουν για να καταλάβει ότι βρίσκονταν εκεί δυο γυναίκες που είχαν το χάρισμα· από τόσο κοντά, αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να νιώσει την ικανότητά τους.