Ιδρώτας κυλούσε από την άκρη της μύτης της Ηλαίην, όταν πια έκλεισε πίσω της την πόρτα της αποθήκης, σπρώχνοντάς τη με το γοφό. «Την είδες;» ρώτησε με χαμηλή φωνή, αφήνοντας το καλάθι σχεδόν να πέσει στο πάτωμα. Στο γυψωμένο τοίχο, λίγο κάτω από το ταβάνι, υπήρχαν ανοίγματα γεμάτα με διακοσμητικά σχέδια, που άφηναν να μπαίνει ένα αμυδρό φως από την κουζίνα. Το μεγάλο δωμάτιο ήταν όλο σειρές από ψηλά ράφια, που ήταν φορτωμένα με σακιά, δικτυωτούς σάκους με λαχανικά και μεγάλα βάζα με μπαχαρικά. Παντού υπήρχαν μεγάλα και μικρά βαρέλια, ενώ από αγκίστρια κρέμονταν καμιά δωδεκαριά ξεντερισμένα και καθαρισμένα αρνιά, καθώς και διπλάσιες στον αριθμό χήνες. Σύμφωνα με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του παλατιού που είχαν κάνει ο Ντόμον και ο Θομ, αυτή ήταν η μικρότερη αποθήκη τροφίμων του παλατιού. «Είναι αηδιαστικό», είπε η Ηλαίην. «Ξέρω ότι η Ρέντρα έχει καλά εφοδιασμένη την κουζίνα της, αλλά τουλάχιστον αγοράζει όπως μπορεί αυτά που χρειάζεται. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι γλεντάνε, ενώ —»
«Άσε την έγνοια κατά μέρος, μέχρι να μπορείς να κάνεις κάτι», της είπε η Νυνάβε ψιθυρίζοντας αυστηρά. Είχε αναποδογυρίσει το καλάθι στο πάτωμα και έβγαζε το τραχύ φόρεμα αγρότισσας που είχε. Η Εγκήνιν είχε ήδη μείνει με το μεσοφόρι της. «Την είδα. Αν θέλεις να έρθει εδώ για να δει τι φασαρία είναι αυτή, συνέχισε να μιλάς».
Η Ηλαίην ρούφηξε τη μύτη της, αλλά το άφησε να περάσει. Δεν έκανε και τόση φασαρία. Έβγαλε το φόρεμά της και έριξε κάτω τις πιπεριές από το καλάθι, όπως και αυτά που ήταν κρυμμένα από κάτω — μεταξύ άλλων, ένα λευκό φόρεμα από φίνο μαλλί με πράσινη ζώνη, που στο αριστερό στήθος είχε κεντημένο ένα πράσινο δέντρο με απλωμένα κλαριά, πάνω στο περίγραμμα ενός τριμερούς φύλλου. Το λερωμένο πέπλο της αντικαταστάθηκε με ένα καθαρό, από φίνο λινό, που ήταν σχεδόν σαν μετάξι. Τα λευκά σανδάλια με τις ενισχυμένες σόλες ανακούφισαν τα πόδια της, που είχαν ταλαιπωρηθεί στη διαδρομή από το κάρο ως την κουζίνα.
Η Σωντσανή ήταν η πρώτη που έβγαλε τα παλιά ρούχα, αλλά η τελευταία που φόρεσε το λευκό φόρεμα, μουρμουρίζοντας συνεχώς περί «άσεμνου» και «σερβιτόρας», κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Τα φορέματα ήταν πράγματι στολές υπηρετριών· αυτό ήταν το θέμα, ότι το υπηρετικό προσωπικό μπορούσε να πάει παντού και ότι το παλάτι είχε τόσα άτομα, που δεν θα πρόσεχαν τρία ακόμα. Όσο για το άσεμνο... Η Ηλαίην θυμόταν που δίσταζε λιγάκι να φορέσει δημοσίως φορέματα Ταραμπονέζικου κοψίματος, αλλά σύντομα τα είχε συνηθίσει· επίσης, αυτό το λεπτό μαλλί δεν κολλούσε πάνω της όπως το μετάξι. Η Εγκήνιν έμοιαζε να έχει πολύ αυστηρές ιδέες περί σεμνότητας.
Τελικά, όμως, η Σωντσανή είχε φορέσει και την τελευταία δαντέλα, ενώ τα παλιά ρούχα της είχαν μπει στα καλάθια και είχαν σκεπαστεί με παγοπιπεριές.
Η Μάριλιν Γκεμάλφιν είχε χαθεί από την κουζίνα, παρ' όλο που το κοκαλιάρικο, γκρίζο γατάκι ακόμα έγλειφε την κρέμα του στο τραπέζι. Η Ηλαίην και οι άλλες δύο κίνησαν προς την πόρτα που οδηγούσε πιο βαθιά στο παλάτι.
Μια βοηθός μαγείρισσα κοίταζε κατσουφιασμένη τη γάτα, έχοντας τις γροθιές στους τροφαντούς γοφούς της. «Έτσι μου έρχεται να καρυδώσω αυτή τη γάτα», μουρμούρισε και οι ανοιχτόξανθες κοτσίδες της τινάχτηκαν, καθώς κουνούσε θυμωμένα το κεφάλι. «Αυτό τρώει κρέμα, ενώ εγώ, επειδή έβαλα μια στάλα κρέμα στα μούρα για το πρωινό μου, με έχουν τώρα να τρώω ψωμί και νερό!»
«Να λες ότι είσαι τυχερή που δεν σε πέταξαν στο δρόμο, ή δεν σε έστειλαν στην κρεμάλα». Η αρχιμαγείρισσα δεν φαινόταν να δείχνει ιδιαίτερη συμπόνια. «Αν μια αρχόντισσα πει ότι έκλεψες, τότε έκλεψες, έστω κι αν είναι μόνο η κρέμα για τις γάτες της, ναι; Εσείς, εκεί!»
Η Ηλαίην και οι συντρόφισσές της πάγωσαν από τη φωνή της.
Η γυναίκα με τις μαύρες κοτσίδες κούνησε μια μακριά, ξύλινη κουτάλα προς το μέρος τους. «Παλιοτεμπέλες, έρχεστε στην κουζίνα μου και τριγυρνάτε σαν να είστε στον κήπο; Ήρθατε για το πρωινό της Αρχόντισσας Ισπάν, ναι; Αν δεν το έχετε πάει μέχρι να ξυπνήσει, θα το μετανιώσετε. Λοιπόν;» Έδειξε τον ασημένιο δίσκο στον οποίο μοχθούσε προηγουμένως· τώρα τον κάλυπτε ένα χιονάτο, λινό πανί.
Δεν υπήρχε τρόπος να μιλήσουν· αν άνοιγε η μια τους το στόμα, η πρώτη λέξη θα έδειχνε ότι δεν ήταν Ταραμπονέζα. Η Ηλαίην σκέφτηκε γρήγορα, έκλινε το γόνυ σαν υπηρέτρια και πήρε το δίσκο· μια υπηρέτρια που κουβαλούσε κάτι έμοιαζε να πηγαίνει στη δουλειά της και δεν θα τη σταματούσαν, ούτε θα της έλεγαν να κάνει κάτι άλλο. Η Αρχόντισσα Ισπάν; Τούτο δεν ήταν ασυνήθιστο όνομα στο Τάραμπον, αλλά στον κατάλογο με τις Μαύρες αδελφές υπήρχε μία που λεγόταν Ισπάν.