Με ένα απαλό σπρώξιμο της Τσιάντ, το δόρυ της μπορούσε να τον σουβλίσει, όμως η Μπάιν, αφού στην αρχή γούρλωσε τα σκούρα μπλε μάτια της, ξαφνικά τράβηξε το δικό της δόρυ και χαμογέλασε. «Πέριν, τι θα έλεγες να σου μαθαίναμε ένα παιχνίδι που λέγεται το Φιλί της Κόρης; Νομίζω ότι θα γινόσουν καλός παίκτης. Αν μη τι άλλο, ίσως μάθεις κάτι». Μια Αελίτισσα γέλασε δυνατά. Το δόρυ της Τσιάντ απομακρύνθηκε από το λαιμό του.
Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα, ελπίζοντας να μην προσέξουν ότι ήταν η πρώτη του από τη στιγμή που τον είχαν αγγίξει τα δόρατα. Δεν είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους, τα σούφα ήταν ακόμα γύρω από το λαιμό τους σαν σκούρες μαντίλες ― όμως ο Πέριν δεν ήξερε αν οι Αελίτες έπρεπε να καλύψουν το πρόσωπο πριν σκοτώσουν, μόνο ότι, αν το κάλυπταν, τότε σίγουρα αυτό ετοιμάζονταν να κάνουν.
«Ίσως μια άλλη φορά», είπε ευγενικά. Όλες χαμογελούσαν πλατιά, λες και η Μπάιν είχε πει κάτι διασκεδαστικό και μέρος του αστείου ήταν το γεγονός ότι αυτός δεν καταλάβαινε. Ο Θομ είχε δίκιο. Ο άντρας μπορεί να τρελαθεί αν προσπαθήσει να καταλάβει μια γυναίκα, οποιουδήποτε έθνους και κοινωνικής θέσης· έτσι έλεγε ο Θομ.
«Κακό δικό σου. Μόλις τώρα έδιωξε μια παρέα, την οποία οι περισσότεροι άντρες θα θεωρούσαν καλύτερη από σένα», πρόσθεσε η Μπάιν, καθώς άπλωνε το χέρι για να πιάσει το χερούλι της πόρτας, που είχε τη μορφή ορθωμένου, χρυσού λιονταριού.
Φυσικά, σκέφτηκε αυτός ανοίγοντας την πόρτα. Η Μπερελαίν. Από δω έβγαινε. Απόψε όλα περιστρέφονται γύρω από...
Η Πρώτη της Μαγιέν χάθηκε από τις σκέψεις του, όταν το βλέμμα του έπεσε στο δωμάτιο. Σπασμένοι καθρέφτες κρέμονταν στους τοίχους και γυαλιά κάλυπταν το πάτωμα, μαζί με θρύψαλα από πορσελάνες και πούπουλα από το ξεκοιλιασμένο στρώμα. Ανοιχτά βιβλία ήταν πεταμένα ανάμεσα σε αναποδογυρισμένες καρέκλες και πάγκους. Κι ο Ραντ καθόταν στο κρεβάτι του, γερμένος στο στύλο, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια χαλαρά πάνω στο Καλαντόρ, που ήταν απλωμένο στα γόνατά του. Έμοιαζε λουσμένος στο αίμα.
«Φέρτε τη Μουαραίν!» ξεφώνισε ο Πέριν στις Αελίτισσες. Ζούσε ακόμα ο Ραντ; Αν ναι, τότε χρειαζόταν τη Θεραπεία των Άες Σεντάι για να μην πεθάνει. «Πείτε της να βιαστεί!» Άκουσε μια κοφτή κραυγή πίσω του και μετά το γρήγορο θρόισμα που έκαναν οι μαλακές μπότες.
Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στο αίμα. «Κλείσε την πόρτα».
«Ραντ, σε λίγο θα έρθει η Μουαραίν. Ξεκουράσου. Θα —»
«Κλείσε την πόρτα, Πέριν».
Μουρμουρίζοντας μεταξύ τους, οι Αελίτισσες έσμιξαν τα φρύδια, αλλά έκαναν πίσω. Ο Πέριν έκλεισε την πόρτα, κόβοντας στη μέση την ερωτηματική κραυγή του αξιωματικού με τα λευκά πούπουλα.
Γυαλιά έτριξαν κάτω από τις μπότες του, καθώς πατούσε πάνω στο χαλί για να φτάσει τον Ραντ. Έκοψε μια λωρίδα από ένα σχισμένο, λινό σεντόνι και την ακούμπησε στη λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ. Τα χέρια του Ραντ σφίχτηκαν πάνω στο διάφανο σπαθί όταν ένιωσε την πίεση κι ύστερα χαλάρωσαν. Το αίμα έβαψε σχεδόν αμέσως τη λωρίδα. Από τις πατούσες ως το κεφάλι, ήταν γεμάτος κοψίματα και αμυχές· σε πολλές πληγές λαμπύριζαν γυάλινα θραύσματα. Ο Πέριν ανεβοκατέβασε τους ώμους του με μια αίσθηση ανημποριάς. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, πέρα από το να περιμένει τη Μουαραίν.
«Τι στο Φως πήγες να κάνεις, Ραντ; Δείχνεις σαν να προσπάθησες να γδάρεις τον εαυτό σου. Και παραλίγο να σκότωνες κι εμένα». Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι ο Ραντ δεν θα έδινε απάντηση.
«Όχι εγώ», είπε τελικά ο Ραντ, σχεδόν ψιθυριστά. «Κάποιος Αποδιωγμένος».
Ο Πέριν προσπάθησε να χαλαρώσει τους μυς του, που δεν είχε καταλάβει πότε σφίχτηκαν. Είχε αναφέρει τους Αποδιωγμένους στη Φάιλε, όχι ακριβώς αφηρημένα, αλλά γενικά προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι θα έκαναν, όταν θα ανακάλυπταν πού βρισκόταν ο Ραντ. Αν κάποιος Αποδιωγμένος κατόρθωνε να νικήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, τότε θα είχε το προβάδισμα επί των άλλων, όταν θα ελευθερωνόταν ο Σκοτεινός. Και τότε ο Σκοτεινός θα ήταν ελεύθερος και η Τελευταία Μάχη θα είχε χαθεί πριν διεξαχθεί.
«Είσαι σίγουρος;» είπε χαμηλόφωνα κι αυτός.
«Πρέπει να ήταν απ' αυτούς, Πέριν. Πρέπει».
«Αν επιτέθηκε και σε μένα εκτός από σένα...; Ραντ, πού είναι ο Ματ; Αν ήταν ζωντανός και είχε πάθει ό,τι κι εγώ, το ίδιο θα σκεφτόταν. Ότι ήσουν εσύ. Τώρα θα έφτανε εδώ για να σου τα ψάλλει».