«Με κοροϊδεύεις κι από πάνω, ε, χαζοθήλυκο;» βρυχήθηκε η σωματώδης γυναίκα και έκανε να έρθει από την άλλη μεριά του τραπεζιού, κραδαίνοντας απειλητικά τη χοντρή, ξύλινη κουτάλα της.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς να προδοθεί· ή θα έμενε και η άλλη θα τη χτυπούσε, ή θα το έβαζε στα πόδια. Η Ηλαίην βγήκε τρεχάτη από τα μαγειρεία με το δίσκο, ενώ η Νυνάβε και η Εγκήνιν όρμησαν στο κατόπι της. Τις ακολούθησαν οι φωνές της μαγείρισσας, ευτυχώς όμως όχι και η ίδια η μαγείρισσα. Της Ηλαίην της ήρθε να χαχανίσει υστερικά, όταν σκέφτηκε τις τρεις τους να τρέχουν στο παλάτι και τη σωματώδη γυναίκα να τις καταδιώκει. Την κορόιδευα; Ήταν σίγουρη ότι της ίδιας έτσι ακριβώς της είχαν κλίνει το γόνυ χιλιάδες φορές οι υπηρέτριες.
Είδαν κι άλλες αποθήκες στο στενό διάδρομο που έβγαζε από την κουζίνα, όπως επίσης και ψηλές ντουλάπες για σκούπες και σφουγγαρίστρες, κουβάδες και σαπούνια, λινά τραπεζομάντιλα και λογής-λογής πράγματα. Σε μια από αυτές, η Νυνάβε βρήκε ένα χοντρό, πουπουλένιο ξεσκονιστήρι. Από μια άλλη ντουλάπα η Εγκήνιν πήρε μια αγκαλιά διπλωμένες πετσέτες, ενώ από μια ακόμα, ένα γερό, πέτρινο γουδοχέρι, το οποίο έκρυψε κάτω από τις πετσέτες.
«Καμιά φορά είναι χρήσιμο να έχεις ρόπαλο», είπε όταν η Ηλαίην την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι. «Ειδικά όταν δεν περιμένουν να το έχεις».
Η Νυνάβε ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα. Από τότε που είχε συμφωνήσει να έρθει η Εγκήνιν, σχεδόν έκανε ότι δεν την έβλεπε.
Πιο βαθιά στο παλάτι οι διάδρομοι πλάτυναν και ψήλωσαν, με σκαλισμένα διαζώματα στους λευκούς τοίχους και αστραφτερά, επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά σχήματα από χρυσάφι στα ταβάνια. Μακριά, λαμπερά χαλιά κυλούσαν στους διαδρόμους με τα λευκά πλακάκια. Περίτεχνες, χρυσές λάμπες σε επιχρυσωμένους φανοστάτες πρόσφεραν φως και την οσμή του αρωματισμένου λαδιού. Μερικές φορές ο διάδρομος ξάνοιγε και γινόταν εσωτερική αυλή, με στοές ολόγυρα, που ήταν γεμάτες με λεπτές, αυλακωτές κολώνες, και βεράντες από πάνω, που τις μισόκρυβαν λεπτοδουλεμένα, πέτρινα κάγκελα. Μεγάλα σιντριβάνια κελάρυζαν· κόκκινα, λευκά και χρυσά ψάρια κολυμπούσαν κάτω από νούφαρα με πελώρια, λευκά λουλούδια. Η αντίθεση με την πόλη έξω ήταν καταφανής.
Κάποιες φορές έβλεπαν άλλους υπηρέτες, άντρες και γυναίκες στα λευκά, με το δέντρο και το φύλλο κεντημένα στον ώμο, να τρέχουν στις δουλειές τους, καθώς κι άντρες με τα γκρίζα σακάκια και τα ατσάλινα κράνη της Πολιτοφυλακής, που κρατούσαν ραβδιά ή ρόπαλα. Κανείς δεν μίλησε στις τρεις υπηρέτριες, που προφανώς έκαναν τη δουλειά τους.
«Μην ξεχνάς», είπε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, «αν υπάρχουν φρουροί στην πόρτα της, φύγε. Αν δεν είναι μόνη, φύγε. Δεν είναι αυτή ο πιο σημαντικός λόγος που είμαστε εδώ». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει την Εγκήνιν. «Αν σου πάθει κάτι —»
Ένα σάλπισμα ακούστηκε αμυδρά απ' έξω. Ύστερα από μια στιγμή χτύπησε ένα σήμαντρο μέσα και στον προθάλαμο ακούστηκαν δυνατές διαταγές. Άντρες με ατσάλινα κράνη φάνηκαν για μια στιγμή να τρέχουν πιο κάτω στο διάδρομο.
«Μάλλον δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για το θέμα των φρουρών στην πόρτα της», είπε η Ηλαίην. Στους δρόμους είχαν ξεκινήσει φασαρίες. Ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν διασπείρει φήμες για να μαζέψουν πλήθος, ενώ ο Ντόμον είχε βάλει ναύτες για να το ξεσηκώσουν. Η Ηλαίην λυπόταν γι' αυτό που είχαν κάνει από ανάγκη, αλλά η αναταραχή θα τραβούσε τους περισσότερους φρουρούς έξω από το παλάτι, ίσως όλους, αν ήταν τυχερές. Οι άνθρωποι εκεί έξω δεν το ήξεραν, αλλά αυτές πάλευαν για να σώσουν την πόλη τους από το Μαύρο Άτζα και τον κόσμο από τη Σκιά. «Η Εγκήνιν θα έπρεπε να έρθει μαζί σου, Νυνάβε. Η δική σου δουλειά είναι η σημαντικότερη. Εσύ έχεις ανάγκη κάποιον να σου φυλά τα νώτα, όχι εγώ».
«Δεν έχω ανάγκη από Σωντσάν!» Η Νυνάβε έβαλε το ξεσκονιστήρι στον ώμο σαν λόγχη και προχώρησε με περήφανα βήματα στο διάδρομο. Με αυτές τις επιθετικές δρασκελιές της, είχε κάθε άλλο παρά βάδισμα υπηρέτριας.
«Μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς;» είπε η Εγκήνιν. «Τα επεισόδια δεν θα αποσπάσουν για πολύ την προσοχή τους».
Η Ηλαίην ένευσε. Η Νυνάβε είχε χαθεί στη γωνία.
Η σκάλα ήταν στενή και κρυμμένη στον τοίχο, για να είναι οι υπηρέτες όσο το δυνατόν αθέατοι. Οι διάδρομοι του πρώτου ορόφου ήταν περίπου όπως και στο ισόγειο, με μόνη διαφορά ότι οι διπλές αψίδες άλλοτε έβγαζαν σε δωμάτια και άλλοτε σε βεράντες με πέτρινα, σκαλισμένα κάγκελα. Εδώ, στη δυτική πλευρά του παλατιού, φαίνονταν να υπάρχουν λιγότεροι υπηρέτες, οι οποίοι τους έριχναν το πολύ μια ματιά. Το πιο υπέροχο ήταν ότι ο προθάλαμος έξω από τα διαμερίσματα της Πανάρχισσας ήταν άδειος. Δεν υπήρχαν φρουροί μπροστά στις πλατιές πόρτες με το σμιλεμένο δέντρο, οι οποίες ήταν βαλμένες σε ένα κούφωμα που σχημάτιζε δύο κορυφές. Όχι ότι θα έκανε πίσω αν υπήρχαν φρουροί, κι ας το είχε πει στη Νυνάβε, αλλά έτσι τα πράγματα γίνονταν πιο απλά.