Выбрать главу

«Ήταν μόνη της;» είπε κοφτά η Ηλαίην και η Αμάθιρα αναπήδησε.

«Ναι. Μόνη. Ναι, η...» Η Πανάρχισσα έκανε μια γκριμάτσα. «Οι άλλες με ανάγκαζαν να κάθομαι στο θρόνο μου και να λέω τα λόγια που μου έβαζαν στο στόμα. Διασκέδαζαν βάζοντας με άλλοτε να απονέμω δικαιοσύνη και άλλοτε να προκαλώ φρικτές αδικίες, να παίρνω αποφάσεις που θα προκαλούν διχόνοια επί γενιές, αν δεν τις διορθώσω. Αυτή, όμως!» Το σαρκώδες στόμα άνοιξε με μια άγρια έκφραση. «Αυτήν, την έβαλαν να με προσέχει. Με πονάει μόνο και μόνο για να με δει να κλαίω. Με έβαλε να φάω ένα ολόκληρο δίσκο παγοπιπεριές και δεν με άφησε να πιω σταγόνα νερό, παρά μόνο όταν την ικέτεψα γονατιστή, ενώ αυτή γελούσε! Στα όνειρά μου με σηκώνει από τους αστραγάλους στην κορυφή του Πύργου της Αυγής και με πετάει κάτω. Είναι όνειρο, αλλά μοιάζει αληθινό και κάθε φορά με αφήνει να πλησιάσω περισσότερο το έδαφος, ενώ τσιρίζω. Με βάζει να μαθαίνω αισχρούς χορούς και βρώμικα τραγούδια, και μου λέει γελώντας ότι, πριν φύγουν, θα με βάλει να τραγουδήσω και να χορέψω για να ψυχαγωγήσω τους —» Ούρλιαξε σαν γάτα σε καβγά, πέρασε πάνω από το ανάκλιντρο και έπεσε πάνω στη δεμένη γυναίκα, χαστουκίζοντάς τη με μανία και γρονθοκοπώντας την.

Η Εγκήνιν, που στεκόταν μπροστά στις πόρτες με τα χέρια σταυρωμένα, δεν φαινόταν να θέλει να το σταματήσει αυτό, αλλά η Ηλαίην ύφανε ροές Αέρα γύρω από τη μέση της Αμάθιρα. Προς μεγάλη της έκπληξη, μπόρεσε να τη σηκώσει από την αναίσθητη γυναίκα και να τη στήσει στα πόδια της. Ίσως να είχε αυξηθεί η δύναμη της μαθαίνοντας από την Τζόριν πώς να χειρίζεται εκείνες τις χοντρές υφάνσεις.

Η Αμάθιρα έκανε να κλωτσήσει με τα γοβάκια της την Τεμάιλε και όταν δεν τα κατάφερε, γύρισε κι αγριοκοίταξε την Ηλαίην και την Εγκήνιν. «Είμαι η Πανάρχισσα του Τάραμπον και αυτή η γυναίκα θα τιμωρηθεί όπως της αξίζει!» Το τριανταφυλλένιο στόμα είχε σουφρώσει με πίκρα. Δεν σεβόταν η γυναίκα τον εαυτό της, το αξίωμά της; Ήταν ισάξια του βασιλιά, κυβερνούσε!

«Κι εγώ είμαι η Άες Σεντάι που ήρθε να σε σώσει», είπε ψυχρά η Ηλαίην. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το δίσκο και τον άφησε βιαστικά στο πάτωμα. Η Αμάθιρα δυσκολευόταν να δει πέρα από τις στολές των υπηρετών που φορούσαν, ας μη τη δυσκόλευε περισσότερο. Το πρόσωπο της Τεμάιλε είχε πάρει ένα κόκκινο χρώμα· όταν ξυπνούσε, θα είχε μελανάδες. Σίγουρα όχι όσες της έπρεπαν. Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσαν να πάρουν την Τεμάιλε μαζί τους. Να μπορούσαν να φέρουν έστω και μία στον Πύργο, για να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη εκεί. «Ήρθαμε —διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο!― να σε πάρουμε από δω. Μετά θα μπορέσεις να ειδοποιήσεις τον Άρχοντα Διοικητή της Λεγεώνας της Πανάρχισσας, κι επίσης τον Άντρικ με το στρατό του, και να αναζητήσεις αυτές τις γυναίκες. Ίσως να είμαστε τυχερές και να καταφέρουμε να πάρουμε μερικές για να δικαστούν. Πρώτα, όμως, πρέπει να σε γλιτώσουμε απ' αυτές».

«Δεν έχω ανάγκη τον Άντρικ», μουρμούρισε η Αμάθιρα. Η Ηλαίην θα ορκιζόταν ότι παραλίγο να προσθέσει τη λέξη «τώρα». «Γύρω από το παλάτι υπάρχουν στρατιώτες της Λεγεώνας μου. Το ξέρω. Δεν μου επέτρεψαν να τους μιλήσω, αλλά όταν με δουν, όταν ακούσουν τη φωνή μου, θα κάνουν ό,τι πρέπει να γίνει, ναι; Εσείς οι Άες Σεντάι δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη Μία Δύναμη για να κάνετε κακό...» Η φωνή της έσβησε, καθώς κοίταζε βλοσυρά την αναίσθητη Τεμάιλε. «Μάλλον δεν μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε σαν όπλο, ναι; Το ξέρω».

Η Ηλαίην ξαφνιάστηκε και η ίδια όταν ύφανε μικρές ροές αέρα, μία για κάθε κοτσίδα της Αμάθιρα. Οι κοτσίδες υψώθηκαν ευθεία πάνω στον αέρα και η ανόητη με το σουφρωμένο στόμα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις ακολουθήσει, ώσπου στάθηκε στις μύτες των ποδιών. Η Ηλαίην την έκανε να προχωρήσει έτσι, στις μύτες των ποδιών, ώσπου η γυναίκα στάθηκε μπροστά της, με τα μαύρα μάτια της διάπλατα ανοιχτά και αγανακτισμένα.

«Άκουσε αυτό που σου λέω, Πανάρχισσα Αμάθιρα του Τάραμπον», είπε με έναν παγερό τόνο. «Αν κάνεις να βγεις από δω για να πας στους στρατιώτες σου, οι συνεργάτιδες της Τεμάιλε θα σε δέσουν κόμπο και θα σε παραδώσουν πάλι στα χέρια της. Το χειρότερο είναι ότι θα μάθουν ότι είμαστε εδώ εγώ και οι φίλες μου, και δεν θα το επιτρέψω. Θα βγούμε από δω αθόρυβα κι αν δεν συμφωνήσεις, θα σε δέσω, θα σε φιμώσω και θα σε αφήσω πλάι στην Τεμάιλε για να σε βρουν οι φίλες της». Θα έπρεπε να υπάρχει τρόπος για να πάρουν από κει και την Τεμάιλε. «Με καταλαβαίνεις;»

Η Αμάθιρα έκανε ένα μικρό νεύμα, έτσι που τη σήκωναν οι κοτσίδες. Η Ηλαίην άφησε έναν επιδοκιμαστικό ήχο.

Η Ηλαίην έλυσε τις ροές· τα τακούνια της άλλης χτύπησαν στο δάπεδο. «Για να δούμε μήπως βρούμε τίποτα κατάλληλο να φορέσεις για να φύγεις κρυφά». Η Αμάθιρα ένευσε πάλι, όμως το στόμα της ήταν ακόμα σουφρωμένο. Η Ηλαίην έλπισε να τα πήγαινε καλύτερα η Νυνάβε.