Η Νυνάβε μπήκε στη μεγάλη αίθουσα με τα εκθέματα και τις πολυπληθείς, λεπτές κολώνες, κουνώντας ήδη το ξεσκονιστήρι της. Αυτή η συλλογή σίγουρα ήθελε συνέχεια ξεσκόνισμα και οπωσδήποτε κανένας δεν θα έριχνε δεύτερη ματιά σε μια γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Κοίταξε ολόγυρα και το βλέμμα της στάθηκε σε κάτι κόκαλα, ενωμένα με σύρμα, που έμοιαζαν με ψηλό άλογο, του οποίου ο λαιμός ορθωνόταν οκτώ μέτρα ψηλά. Ο πελώριος θάλαμος εκτεινόταν άδειος από ανθρώπους προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μπορεί, όμως, να έμπαινε κάποιος ανά πάσα στιγμή ― υπηρέτες που στ' αλήθεια είχαν σταλεί για να τον καθαρίσουν, ή η Λίαντριν και η παρέα της για να ψάξουν. Κρατώντας επιδεικτικά το ξεσκονιστήρι, για κάθε περίπτωση, έτρεξε στο λευκό, πέτρινο βάθρο που είχε το μουντό μαύρο περιλαίμιο και τα βραχιόλια. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την ανάσα της μόνο όταν την άφησε να βγει, βλέποντας ότι αυτό που ήθελε βρισκόταν ακόμα εκεί. Η γυάλινη προθήκη που είχε τη σφραγίδα του κουεντιγιάρ βρισκόταν πενήντα βήματα παραπέρα, όμως αυτό προηγούνταν.
Πέρασε πάνω από το λευκό, μεταξωτό σκοινί, που ήταν χοντρό σαν τον καρπό της, και άγγιξε το πλατύ, αρθρωτό περιλαίμιο. Οδυρμός. Αγωνία. Θρήνος. Όλα αυτά κύλησαν μέσα της· θέλησε να κλάψει. Τι πράγμα ήταν αυτό, που μπορούσε να απορροφήσει τόσο πόνο; Τράβηξε το χέρι και αγριοκοίταξε το μαύρο μέταλλο. Είχε φτιαχτεί για να ελέγχει έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Η Λίαντριν και οι Μαύρες αδελφές της σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν τον Ραντ, να τον φέρουν στη Σκιά, να τον αναγκάσουν να υπηρετήσει τον Σκοτεινό. Ένα συγχωριανό της να τον ελέγχει και να τον χρησιμοποιεί μια Άες Σεντάι! Μαύρο Άτζα, αλλά δεν έπαυαν να είναι Άες Σεντάι, σαν τη Μουαραίν με τις μηχανορραφίες της! Και η Εγκήνιν, που με έκανε να συμπαθήσω μια βρωμερή Σωντσανή!
Συνειδητοποίησε πόσο αταίριαστη και ξαφνική ήταν αυτή η τελευταία σκέψη· κατάλαβε ότι θύμωνε εσκεμμένα τον εαυτό της, θύμωνε αρκετά για να διαβιβάσει. Αγκάλιασε την Πηγή· τη γέμισε η Δύναμη. Και μια υπηρέτρια με το δέντρο και το φύλλο στον ώμο μπήκε στην αίθουσα με τις κολώνες.
Η Νυνάβε στάθηκε και περίμενε, τρέμοντας από την ανάγκη να διαβιβάσει, χαϊδεύοντας με τα φτερά το περιλαίμιο και τα βραχιόλια. Η υπηρέτρια προχωρούσε στα ανοιχτόχρωμα πλακάκια· σε λίγο θα έφευγε και η Νυνάβε θα μπορούσε να... Τι; Θα έχωνε αυτά τα αντικείμενα στο θύλακο της ζώνης της για να τα πάρει, αλλά...
Η υπηρέτρια θα έφευγε; Γιατί σκέφτηκα ότι θα φύγει κι όχι ότι θα μείνει να κάνει δουλειά; Κοίταξε λοξά τη γυναίκα, που ερχόταν προς το μέρος της. Φυσικά. Δεν είχε σκούπα ή σφουγγαρίστρα, δεν είχε ξεσκονιστήρι, ούτε καν μια πατσαβούρα. Για όποιο λόγο κι αν ήρθε, δεν θα αργήσει να...
Ξαφνικά, είδε καθαρά το πρόσωπο της γυναίκας. Αδρό και συμπαθητικό, με μαύρες κοτσίδες να το αγκαλιάζουν· χαμογελούσε σχεδόν φιλικά, αλλά δεν έδινε σημασία στη Νυνάβε. Δεν ήταν διόλου απειλητικό. Δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο, αλλά το ήξερε.
Πριν το συνειδητοποιήσει, είχε ήδη επιτεθεί, υφαίνοντας μια ροή Αέρα σκληρή σαν σφυρί για να τσακίσει αυτό το πρόσωπο. Μέσα σε μια στιγμή, η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε την άλλη γυναίκα, τα χαρακτηριστικά της άλλαξαν —τώρα ήταν πιο αριστοκρατικά, πιο περήφανα, το πρόσωπο της Μογκέντιεν όπως το θυμόταν· επίσης, έδειχνε ξαφνιασμένη που δεν είχε ζυγώσει τη Νυνάβε απαρατήρητη― και η ροή της Νυνάβε κόπηκε σαν με ξυράφι. Η Νυνάβε παραπάτησε από το απότομο τίναγμα της ροής, σαν να είχε δεχθεί απτό πλήγμα, και η Αποδιωγμένη τη χτύπησε με μια πολύπλοκη ύφανση Πνεύματος, με πινελιές Νερού και Αέρα. Η Νυνάβε δεν είχε ιδέα τι σκοπό εξυπηρετούσε αυτή η ύφανση· προσπάθησε απεγνωσμένα να την κόψει με μια αιχμηρή ύφανση Πνεύματος, όπως είχε δει να κάνει η άλλη γυναίκα. Για μια στιγμή ένιωσε αγάπη, αφοσίωση, λατρεία για αυτή την υπέροχη γυναίκα, που καταδεχόταν να της επιτρέψει να...
Η πολύπλοκη ύφανση άνοιξε και η Μογκέντιεν σκόνταψε. Μια απόχρωση έμεινε στο μυαλό της Νυνάβε, η θύμηση ότι μόλις πριν από λίγο την παρακαλούσε, την ικέτευε να την ευχαριστήσει, επαναλαμβάνοντας αυτό που είχε γίνει στην πρώτη συνάντηση τους· η οργή της κόρωσε. Εμφανίστηκε η κοφτερή σαν μαχαίρι ασπίδα που η Εγκουέν είχε χρησιμοποιήσει για να σιγανέψει την Αμίκο Ναγκογίν, περισσότερο όπλο παρά ασπίδα, και εκτοξεύθηκε προς τη Μογκέντιεν — και αποκρούστηκε, με το υφασμένο Πνεύμα να αντιμάχεται το υφασμένο Πνεύμα, στα πρόθυρα να αποκόψει τη Μογκέντιεν από την Πηγή για πάντα. Ακολούθησε η αντεπίθεση της Αποδιωγμένης, άγριες τσεκουριές, που ήθελαν να κόψουν τη Νυνάβε με τον ίδιο τρόπο, Για πάντα. Η Νυνάβε την απέκρουσε απεγνωσμένα.