Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι κάτω από το θυμό της ήταν έντρομη. Για να αποκρούσει την προσπάθεια της άλλης γυναίκας να τη σιγανέψει, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να της κάνει το ίδιο, έβαζε όλο της τον εαυτό. Η Δύναμη κόχλαζε μέσα της, της φαινόταν ότι θα έσκαγε· τα γόνατά της έτρεμαν από την προσπάθεια που κατέβαλλε να μείνει όρθια. Κι όλη η Δύναμη πήγαινε σε εκείνα τα δύο· δεν της περίσσευε ούτε για να ανάψει ένα κερί. Το τσεκούρι από Πνεύμα της Μογκέντιεν πότε γινόταν κοφτερό και πότε στόμωνε, όμως αυτό δεν θα έπαιζε ρόλο αν κατόρθωνε να πετύχει το στόχο της· η Νυνάβε δεν έβρισκε διαφορά ανάμεσα στο να σιγανευτεί ή απλώς —απλώς!― να βρεθεί αποκομμένη από την Αληθινή Πηγή, στο έλεος της άλλης. Αυτό το πράγμα άγγιζε τη ροή της Δύναμης που ερχόταν μέσα της από την Πηγή, σαν μαχαίρι αιωρούμενο πάνω από λαιμό κοτόπουλου· η εικόνα ήταν πολύ ταιριαστή, ευχήθηκε να μην την είχε σκεφτεί. Στο βάθος του μυαλού της, μια φωνούλα παραληρούσε. Αχ, Φως μου, μην την αφήσεις να το κάνει. Μην την αφήσεις. Φως μου, σε παρακαλώ, όχι αυτό!
Για μια στιγμή σκέφτηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να αποκόψει τη Μογκέντιεν —αν μη τι άλλο, αναγκαζόταν συνεχώς να δίνει στο όπλο της την αιχμή ξυραφιού· οι υφασμένες ροές δεν ήθελαν να διατηρήσουν την κόψη τους― και να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να απωθήσει την επίθεση της Μογκέντιεν, να την κατατροπώσει ίσως. Αλλά αν το έκανε, τότε η άλλη γυναίκα δεν θα χρειαζόταν πια να αμύνεται· θα πρόσθετε τη δύναμη εκείνη στην επίθεσή της. Και ήταν μια Αποδιωγμένη. Όχι απλώς μια Μαύρη αδελφή. Ήταν μια γυναίκα που είχε δει Άες Σεντάι στην Εποχή των Θρύλων, τότε που οι Άες Σεντάι μπορούσαν να κάνουν πράγματα που τώρα δεν τα ονειρευόταν καν. Αν η Μογκέντιεν έστρεφε όλη της τη δύναμη εναντίον της...
Αν έμπαινε ένας άντρας εκείνη τη στιγμή, ή μια γυναίκα που δεν μπορούσε να διαβιβάζει, θα έβλεπε μόνο δύο γυναίκες να αντικρίζονται πάνω από το λευκό, μεταξωτό σκοινί από απόσταση το πολύ τριών μέτρων. Δύο γυναίκες που ατένιζαν η μια την άλλη σε μια πελώρια αίθουσα γεμάτη με παράξενα πράγματα. Δεν θα έβλεπαν κάτι που θα τους έκανε να πουν ότι ήταν μονομαχία. Δεν χοροπηδούσαν πέρα-δώθε σπαθίζοντας, όπως έκαναν οι άντρες, δεν έσπαζαν, δεν χαλούσαν τίποτα. Ήταν μόνο δύο γυναίκες που στέκονταν εκεί. Μα ήταν σωστή μονομαχία και ίσως μέχρι θανάτου. Εναντίον μιας Αποδιωγμένης.
«Μου χάλασες όλα τα προσεγμένα σχέδια», είπε απότομα η Μογκέντιεν με θυμωμένη φωνή, ενώ τα ασπρισμένα δάχτυλά της έσφιγγαν τη φούστα της. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα κάνω αμέτρητους κόπους για να τα ξαναβάλω όλα όπως ήταν, Νυνάβε αλ'Μεάρα. Ήταν μια πολύ βολική κρυψώνα αυτή κι εκείνες οι τυφλές έχουν ορισμένα πολύ χρήσιμα αντικείμενα στην κατοχή τους, παρ' όλο που δεν —» Κούνησε το κεφάλι, τα χείλη της τραβήχτηκαν με μια άγρια έκφραση και αποκάλυψαν τα δόντια της. «Αυτή τη φορά λέω να σε πάρω μαζί μου. Το βρήκα. Θα σε κρατήσω για ζωντανή σκαλίτσα. Θα σε βγάζω να κάθεσαι γονατιστή, στα τέσσερα, για να πατάω στην πλάτη σου και να ανεβαίνω στη σέλα. Ή ίσως να σε δώσω στον Ράχβιν. Πάντα ξεπληρώνει τη χάρη που του έχεις κάνει. Έχει μια όμορφη βασίλισσα να τον διασκεδάζει τώρα, όμως ανέκαθεν η αδυναμία του ήταν οι όμορφες γυναίκες. Του αρέσει να έχει τρεις ή τέσσερις μαζί, να τον περιποιούνται. Πώς σου φαίνεται; Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου παλεύοντας για την εύνοια του Ράχβιν. Θα το ζητάς, όταν σε πιάσει στα χέρια του· έχει κάτι δικά του κολπάκια. Ναι, πιστεύω ότι θα σε αποκτήσει ο Ράχβιν».
Θυμός πλημμύρισε τη Νυνάβε. Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπό της και τα πόδια της έτρεμαν λες και θα λύγιζαν, αλλά ο θυμός της έδωσε δύναμη. Οργισμένη, κατόρθωσε να σπρώξει το όπλο από Πνεύμα μια τρίχα κοντύτερα στο να αποκόψει τη Μογκέντιεν από την Πηγή, αλλά μετά η άλλη τη σταμάτησε ξανά.
«Ανακάλυψες, λοιπόν, το στολίδι πίσω σου», είπε η Μογκέντιεν σε μια στιγμή ευαίσθητης ισορροπίας. Ήταν παράξενο, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο φιλικής συζήτησης. «Αναρωτιέμαι πώς το κατάφερες. Δεν έχει σημασία. Ήρθες να το πάρεις; Να το καταστρέψεις ίσως; Δεν μπορείς να το καταστρέψεις. Δεν είναι μέταλλο, αλλά μια μορφή του κουεντιγιάρ. Ακόμα και η μοιροφωτιά δεν μπορεί να καταστρέψει το κουεντιγιάρ. Κι αν σκοπεύεις να το χρησιμοποιήσεις, έχει ορισμένα... ας πούμε, μειονεκτήματα; Είναι αλήθεια ότι με το περιλαίμιο σ' έναν άντρα που διαβιβάζει, μια γυναίκα που φορά τα βραχιόλια μπορεί να τον βάλει να κάνει ό,τι θέλει, αλλά αυτό δεν θα τον εμποδίσει να τρελαθεί. Επίσης, υπάρχει μια αντίστροφη ροή· στο τέλος θα μπορεί να ελέγχει και σένα, άρα θα καταλήξεις να παλεύεις διαρκώς. Καθόλου ευχάριστο, καθώς θα τρελαίνεται. Φυσικά, μπορείς να δίνεις τα βραχιόλια σε άλλες, ώστε να μην εκτεθεί πολύ η μία, όμως αυτό σημαίνει ότι θα τον εμπιστευτείς σε μια άλλη. Οι άντρες είναι πάντα πολύ καλοί στη βία· γίνονται υπέροχα όπλα. Ή αλλιώς μπορούν δύο γυναίκες να φοράνε από ένα βραχιόλι, αν έχεις κάποια που να εμπιστεύεσαι· αυτό επιβραδύνει πολύ τη διάχυση, απ' όσο ξέρω, αλλά επίσης μειώνει τον έλεγχο που έχεις, ακόμα κι αν δουλεύετε τελείως συγχρονισμένα. Στο τέλος θα καταλήξετε να παλεύετε μεταξύ σας για τον έλεγχο κι η καθεμιά σας θα τον χρειάζεται για να αφαιρέσει το βραχιόλι της, όπως αυτός θα σας χρειάζεται για να αφαιρέσει το περιλαίμιο». Έγειρε το κεφάλι και ύψωσε το φρύδι ερωτηματικά. «Τα παρακολουθείς όλα αυτά, ελπίζω; Το να ελέγχεις τον Λουζ Θέριν —τον Ραντ αλ'Θόρ, όπως είναι γνωστός τώρα― θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, αλλά αξίζει το τίμημα; Τώρα καταλαβαίνεις γιατί άφησα το περιλαίμιο και τα βραχιόλια εκεί που είναι».