Τρέμοντας για να χειριστεί τη Δύναμη, για να διατηρήσει τις υφασμένες ροές της, η Νυνάβε συνοφρυώθηκε. Γιατί της τα έλεγε αυτά; Νόμιζε ότι δεν θα είχε σημασία, μιας και θα νικούσε; Γιατί η ξαφνική αλλαγή από οργή σε κουβεντούλα; Υπήρχε ιδρώτας και στο πρόσωπο της Μογκέντιεν. Αρκετός ιδρώτας, που γέμιζε στάλες το πλατύ της μέτωπο και κυλούσε στα μάγουλά της.
Ξαφνικά, στο νου της Νυνάβε όλα άλλαξαν. Η φωνή της Μογκέντιεν δεν ήταν σφιγμένη από θυμό· ήταν σφιγμένη από την ένταση. Η Μογκέντιεν δεν θα της εξαπέλυε ξαφνικά όλη της τη δύναμη· το έκανε ήδη. Κατέβαλλε τις ίδιες προσπάθειες με αυτήν. Η Νυνάβε αντιμετώπιζε μια από τους Αποδιωγμένους και αντί εκείνη να τη μαδήσει σαν χήνα για το δείπνο, δεν είχε χάσει φτερό. Αντιμετώπιζε μια Αποδιωγμένη με ίσες δυνάμεις! Η Μογκέντιεν προσπαθούσε να της αποσπάσει την προσοχή, να βρει ένα άνοιγμα, πριν στερέψει η δύναμή της! Μακάρι να μπορούσε να το κάνει και η ίδια. Πριν στερέψει η δική της δύναμη.
«Αναρωτιέσαι πού τα ξέρω αυτά; Το περιλαίμιο και τα βραχιόλια έγιναν αφότου με... Τέλος πάντων, δεν θα πούμε γι' αυτά. Από τη στιγμή που ελευθερώθηκα, το πρώτο που έκανα ήταν να αναζητήσω πληροφορίες για τις τελευταίες μέρες. Για τα τελευταία χρόνια, για την ακρίβεια. Υπάρχουν πολλά απομεινάρια εδώ κι εκεί, που δεν βγάζουν νόημα για όσους δεν ξέρουν γενικά περί τίνος πρόκειται. Η Εποχή των Θρύλων. Τι γραφικό όνομα που δώσατε στον καιρό μου. Αλλά ακόμα και οι πιο ευφάνταστες ιστορίες σας δεν αφήνουν να εννοηθούν ούτε τα μισά. Είχα ζήσει πάνω από διακόσια χρόνια όταν άνοιξε το Πηγάδι κι ήμουν ακόμα νέα για Άες Σεντάι. Οι “θρύλοι” σας είναι μια ωχρή ανάμνηση όσων μπορούσαμε να κάνουμε. Ένα θα σου πω...»
Η Νυνάβε έπαψε να την ακούει. Έναν τρόπο να της αποσπάσει την προσοχή. Ακόμα κι αν σκεφτόταν κάτι να πει, η Μογκέντιεν θα ήταν προετοιμασμένη απέναντι στη μέθοδο που χρησιμοποιούσε και η ίδια. Δεν μπορούσε να διαθέσει ούτε λίγη δύναμη για μια λεπτή ύφανση, έστω σαν νήμα, όπως δεν μπορούσε να το κάνει... Δεν μπορούσε να το κάνει ούτε η Μογκέντιεν. Μια γυναίκα από την Εποχή των Θρύλων, μια γυναίκα που ήταν συνηθισμένη από καιρό να χρησιμοποιεί τη Μία Δύναμη. Ίσως να ήταν συνηθισμένη να κάνει τα πάντα με τη Δύναμη πριν αιχμαλωτιστεί. Έτσι που κρυβόταν από τότε που είχε απελευθερωθεί, πόσο συνηθισμένη ήταν να κάνει πράγματα δίχως τη Δύναμη;
Η Νυνάβε άφησε τα πόδια της να λυγίσουν. Άφησε το ξεσκονιστήρι να πέσει και αρπάχτηκε από το βάθρο για να στηριχτεί. Δεν ήταν τελείως προσποιητό.
Η Μογκέντιεν χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «... ταξιδεύαμε σε άλλους κόσμους, ακόμα και σε κόσμους στον ουρανό. Ξέρεις ότι τα άστρα είναι...» Τόσο σίγουρο αυτό το χαμόγελο. Τόσο θριαμβευτικό.
Η Νυνάβε άρπαξε το περιλαίμιο, χωρίς να δίνει σημασία στα βασανιστικά συναισθήματα που χύθηκαν μέσα της, και το εκσφενδόνισε ― όλα με μια κίνηση.
Η Αποδιωγμένη μόλις που είχε προλάβει να πάρει μια σαστισμένη έκφραση, όταν ο πλατύς, μαύρος κύκλος τη χτύπησε ανάμεσα στα μάτια. Δεν ήταν δυνατό το χτύπημα, σίγουρα δεν έφτανε για να την κάνει να λιποθυμήσει, αλλά ήταν αναπάντεχο. Η Μογκέντιεν έχασε τον έλεγχο των υφασμένων ροών της, λιγάκι μόνο, μονάχα για μια στιγμή. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ισορροπία ανάμεσά τους άλλαξε. Η ασπίδα του Πνεύματος γλίστρησε ανάμεσα στη Μογκέντιεν και την Πηγή· ο φωτοστέφανος που την περιέβαλλε έσβησε.
Τα μάτια της γυναίκας γούρλωσαν. Η Νυνάβε περίμενε ότι θα πηδούσε στο λαιμό της· η ίδια αυτό θα έκανε. Αντίθετα, η Μογκέντιεν σήκωσε τα φουστάνια ως τα γόνατα και άρχισε να τρέχει.
Τώρα που δεν ήταν ανάγκη να αμύνεται, η Νυνάβε χρειάστηκε ελάχιστη δύναμη για να υφάνει Αέρα γύρω από τη γυναίκα που το έσκαγε. Η Αποδιωγμένη πάγωσε ανάμεσα σε δυο δρασκελιές.