Выбрать главу

Η Νυνάβε στερέωσε βιαστικά την ύφανσή της. Τα είχε καταφέρει. Αντιμετώπισα μια Αποδιωγμένη και τη νίκησα, σκέφτηκε κατάπληκτη. Κοιτώντας τη γυναίκα, που από το λαιμό και κάτω τη συγκρατούσε Αέρας συμπαγής σαν πέτρα, βλέποντάς τη να γέρνει στο ένα της πόδι, της ήταν δύσκολο να το πιστέψει. Εξετάζοντας αυτό που είχε κάνει, είδε ότι η νίκη δεν ήταν όσο απόλυτη ήθελε. Η ασπίδα είχε χάσει την κόψη της πριν πετύχει το στόχο. Η Μογκέντιεν ήταν αιχμαλωτισμένη και φραγμένη, αλλά όχι σιγανεμένη.

Προσπαθώντας να μην τρεκλίσει, πήγε μπροστά στην άλλη γυναίκα. Η Μογκέντιεν ακόμα είχε βασιλική θωριά, όμως ήταν μια φοβισμένη βασίλισσα, που έγλειφε τα χείλη και κοίταζε δεξιά-αριστερά πανικόβλητη. «Αν... αν με ε-ελευθερώσεις, θ-θα βρούμε μ-μια λύση. Υπάρχουν π-πολλά που μπορώ να σου δ-διδάξω —»

Η Νυνάβε τη διέκοψε άσπλαχνα, υφαίνοντας ένα φίμωτρο από Αέρα, που ακινητοποίησε τα σαγόνια της γυναίκας ανοιχτά όπως ήταν. «Μια ζωντανή σκαλίτσα. Έτσι δεν είπες; Νομίζω ότι είναι καλή η ιδέα. Μ' αρέσει η ιππασία». Χαμογέλασε στη γυναίκα, της οποίας τα μάτια έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

Ζωντανή σκάλα, αν ήταν δυνατόν! Όταν θα δίκαζαν τη Μογκέντιεν στον Πύργο και θα τη σιγάνευαν —δεν υπήρχε αμφιβολία για την ποινή που θα επέβαλλαν σε μια Αποδιωγμένη― σίγουρα θα την έβαζαν να κάνει κάποια χρήσιμη δουλειά στα μαγειρεία, στους κήπους ή στους στάβλους. Θα την έβγαζαν έξω μόνο για να δείξουν ότι ακόμα και οι Αποδιωγμένοι δεν μπορούσαν να γλιτώσουν από τη δικαιοσύνη, ότι αντιμετωπίζονταν όπως όλοι οι υπηρέτες, μόνο που φυλάσσονταν καλύτερα. Άσ' τη να πιστεύει ότι η Νυνάβε ήταν ανηλεής σαν κι εκείνη. Άσ' τη να το πιστεύει αυτό, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ερχόταν ενώπιον της...

Η Νυνάβε στράβωσε το στόμα. Η Μογκέντιεν δεν θα ερχόταν ενώπιον της δικαιοσύνης, τουλάχιστον όχι τώρα. Εκτός αν έβρισκε τρόπο να τη βγάλει από το Παλάτι της Πανάρχισσας. Η γυναίκα φάνηκε να πιστεύει ότι η γκριμάτσα της προμήνυε κάτι άσχημο· δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και το στόμα της κουνήθηκε, προσπαθώντας να βγάλει λέξεις μέσα από το φίμωτρο.

Αηδιασμένη με τον εαυτό της, η Νυνάβε πλησίασε με ασταθές βήμα εκεί που ήταν το περιλαίμιο και το έχωσε γρήγορα στο θύλακο της τσέπης της, πριν την αγγίξουν πολύ τα ασυγκράτητα συναισθήματα. Ακολούθησαν τα βραχιόλια, με την ίδια αίσθηση οδύνης και θλίψης. Ήμουν έτοιμη να τη βασανίσω, κάνοντάς τη να πιστέψει ότι θα τη βασάνιζα! Είναι βέβαιο ότι το αξίζει, μα εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα. Ή κάνω; Άραγε δεν είμαι καλύτερη από την Εγκήνιν;

Έστριψε απότομα, οργισμένη που είχε σκεφτεί τέτοια ερώτηση, και προσπέρασε τη Μογκέντιεν για να πάει στη γυάλινη προθήκη. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να λογοδοτήσει αυτή η γυναίκα στη δικαιοσύνη.

Στη θήκη υπήρχαν επτά αγαλματάκια. Επτά, και έλειπε η σφραγίδα.

Για μια στιγμή, πάγωσε κοιτάζοντας. Ένα αγαλματάκι στεκόταν εκεί που βρισκόταν πριν η σφραγίδα, στο κέντρο της προθήκης, ένα παράξενο ζώο με σουλούπι περίπου σαν του γουρουνιού, αλλά με μεγάλη, στρογγυλή μουσούδα και κοντόχοντρα πόδια. Ξαφνικά τα μάτια της στένεψαν. Δεν ήταν πράγματι εκεί· ήταν υφασμένο από Αέρα και Φωτιά, με ροές τόσο μικροσκοπικές, που πλάι τους οι ιστοί της αράχνης έμοιαζαν με καραβόσκοινα. Ακόμα και συγκεντρώνοντας την προσοχή της, μόλις που κατόρθωνε να τις δει. Αμφέβαλε αν θα μπορούσαν να τις διακρίνουν η Λίαντριν ή οι άλλες. Μ' ένα μικρό, κοφτερό γλωσσίδι Δύναμης, το χοντρό ζώο εξαφανίστηκε και στο μέρος του φάνηκε η ασπρόμαυρη σφραγίδα, πάνω στο κόκκινο, λακαρισμένο στήριγμά της. Η Μογκέντιεν, που της άρεσε να κρύβεται, το είχε κάνει αόρατο μπροστά στα μάτια όλων. Η Φωτιά άνοιξε μια τρύπα στο τζάμι και η σφραγίδα μπήκε κι αυτή στο θύλακο της Νυνάβε. Είχε φουσκώσει και βάραινε τη ζώνη της.

Κοίταξε κατσουφιασμένη τη γυναίκα που ισορροπούσε στο γοβάκι της και προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να την πάρει μαζί κι αυτήν. Όμως η Μογκέντιεν δεν θα χωρούσε στο θύλακό της και ακόμα κι αν μπορούσε να τη σηκώσει στον ώμο, πιθανόν το θέαμα να προκαλούσε κάποιες υποψίες. Πάντως, καθώς προχωρούσε προς την πλησιέστερη αψιδωτή είσοδο, δεν μπορούσε να μην κοιτάζει πίσω με κάθε δεύτερο βήμα. Μακάρι μόνο να υπήρχε ένας τρόπος. Κοντοστάθηκε για μια τελική, απογοητευμένη ματιά στην πόρτα και μετά γύρισε να φύγει.

Η πόρτα αυτή έβγαζε σε μια εσωτερική αυλή με ένα σιντριβάνι γεμάτο νούφαρα. Στην άλλη μεριά του σιντριβανιού, μια λεπτή γυναίκα με μπρούτζινη επιδερμίδα, η οποία φορούσε ένα κιτρινωπό Ταραμπονέζικο φόρεμα που θα έκανε και τη Ρέντρα να κοκκινίσει, ύψωνε μια μαύρη, αυλακωτή ράβδο. Η Νυνάβε αναγνώρισε την Τζεάνε Κάιντε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αναγνώρισε και τη ράβδο.