Το σαϊντάρ εξασθένισε και έφυγε καθώς η Νυνάβε έτρεχε στους διαδρόμους και τις αυλές. Ήταν δύσκολο να διατηρήσει το θυμό της όταν ανησυχούσε για την Ηλαίην. Αν την είχαν βρει οι Μαύρες αδελφές... Ποιος ήξερε τι διέθεταν, εκτός από το τερ'ανγκριάλ της μοιροφωτιάς; Η λίστα τους, πάντως, δεν έλεγε ποια ήταν χρήση όλων των αντικειμένων.
Κάποια στιγμή είδε τη Λίαντριν με τις ανοιχτές μελιές κοτσίδες της και τη Ριάνα με τη λευκή πινελιά στα μαύρα μαλλιά της, οι οποίες κατέβαιναν τρέχοντας μια πλατιά, μαρμάρινη σκάλα· δεν έβλεπε τη λάμψη του σαϊντάρ γύρω τους, αλλά από τον τρόπο που οι υπηρέτες φώναζαν και πηδούσαν στο πλάι, ήταν φανερό ότι άνοιγαν δρόμο με τη Δύναμη. Χάρηκε που δεν είχε κρατηθεί από την Πηγή· με τη λάμψη, θα την καταλάβαιναν αμέσως μέσα στο πλήθος. Αν δεν ξεκουραζόταν, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει έστω και μια τους, πόσο μάλλον δύο. Είχε πάρει αυτό που ήθελε. Αυτές μπορούσαν να περιμένουν.
Το πλήθος αραίωσε και χάθηκε όταν πια έφτασε το στενό διάδρομο στη δυτική πλευρά του παλατιού, που ήταν ο τόπος συνάντησης. Οι άλλες την περίμεναν πλάι σε μια μικρή πόρτα με μπρούτζινα στολίδια, που είχε μια μεγάλη, σιδερένια κλειδαριά. Μαζί τους είδε την Αμάθιρα, που στεκόταν με το κορμί στητό, φορώντας έναν ψιλό, λινό μανδύα με την κουκούλα σηκωμένη. Το λευκό φόρεμα της Πανάρχισσας θα το περνούσε κανείς για στολή υπηρέτριας αν δεν το κοιτούσε καλά για να καταλάβει ότι ήταν μεταξωτό, αλλά το πέπλο, που δεν έκρυβε το πρόσωπό της, ήταν σίγουρα το λινό που φορούσαν οι υπηρέτες. Από την πόρτα ακούγονταν πνιχτές φωνές. Απ' ό,τι φαινόταν, τα επεισόδια έξω συνεχίζονταν. Αρκεί να έκαναν οι άντρες όλη τη δουλειά που είχαν αναλάβει.
Η Νυνάβε αγνόησε την Εγκήνιν και αγκάλιασε βιαστικά την Ηλαίην. «Δεν ξέρεις πόσο ανησυχούσα. Μπλέξατε πουθενά;»
«Καθόλου», αποκρίθηκε η Ηλαίην. Η Εγκήνιν σάλεψε λιγάκι τα πόδια της και η Ηλαίην την κοίταξε με νόημα. «Η Αμάθιρα μας έκανε λίγη φασαρία, αλλά το τακτοποιήσαμε», πρόσθεσε.
Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια. «Φασαρία; Γιατί έκανε φασαρία; Γιατί έκανες φασαρία;» Το τελευταίο απευθυνόταν στην Πανάρχισσα, η οποία είχε το κεφάλι ψηλά και αρνιόταν να κοιτάξει οποιαδήποτε. Η Ηλαίην φαινόταν κι αυτή απρόθυμη.
Αυτή που απάντησε ήταν η Σωντσανή. «Προσπάθησε να το σκάσει, για να ειδοποιήσει τους φρουρούς της να διώξουν τις Σκοτεινόφιλες. Αφού την είχαμε ήδη προειδοποιήσει». Η Νυνάβε αρνήθηκε να την κοιτάξει.
«Μη μουτρώνεις, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην. «Γρήγορα την πρόφτασα και κάτσαμε και τα είπαμε. Νομίζω ότι τώρα συμφωνεί απολύτως μαζί μου».
Το μάγουλο της Πανάρχισσας τρεμούλιασε. «Συμφωνώ, Άες Σεντάι», έσπευσε να πει. «Θα κάνω ακριβώς ό,τι λες και θα σας προμηθεύσω έγγραφα που θα κάνουν ακόμα και τους αντάρτες να σας αφήσουν να περάσετε ανενόχλητες. Δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω... συζήτηση».
Η Ηλαίην ένευσε σαν να ήταν λογικά όλα αυτά κι έκανε νόημα στη γυναίκα να σωπάσει ― κι ευθύς αμέσως η Πανάρχισσα έκλεισε πειθήνια το στόμα. Κάπως σκυθρωπά, αλλά ίσως να έφταιγε το σχήμα του στόματός της. Προφανώς είχαν συμβεί ορισμένα αλλόκοτα πράγματα και η Νυνάβε σκόπευε να ανακαλύψει τι. Αργότερα. Ο στενός διάδρομος ήταν ακόμα άδειος και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά βαθιά στο παλάτι αντηχούσαν ακόμα πανικόβλητες φωνές. Ο όχλος βούιζε πέρα από την πορτούλα.
«Όμως τι έκανες εσύ;» συνέχισε η Ηλαίην σμίγοντας τα φρύδια. «Έπρεπε να είχες έρθει πριν από μισή ώρα. Εσύ τα προκάλεσες όλα αυτά; Ένιωσα δυο γυναίκες να διαβιβάζουν αρκετή Δύναμη για να τραντάξουν το παλάτι και ύστερα από λίγο κάποια προσπάθησε να το γκρεμίσει. Νόμιζα ότι ήσουν εσύ. Με το ζόρι κράτησα την Εγκήνιν να μην πάει να σε βρει».
Την Εγκήνιν; Η Νυνάβε δίστασε και έπειτα πίεσε τον εαυτό της να αγγίξει τον ώμο της Σωντσανής. «Σ' ευχαριστώ». Η Εγκήνιν δεν κατάλαβε τι είχε κάνει, αλλά ένευσε κοφτά. «Με βρήκε η Μογκέντιεν και επειδή ανησυχούσα πώς θα γίνει να την πάμε να δικαστεί, η Τζεάνε Κάιντε παραλίγο να μου κόψει το κεφάλι με μοιροφωτιά». Η Ηλαίην έσκουξε χαμηλόφωνα και η Νυνάβε έσπευσε να την καθησυχάσει. «Δεν με πέτυχε».
«Αιχμαλώτισες τη Μογκέντιεν; Αιχμαλώτισες μια Αποδιωγμένη;»
«Να, αλλά μου ξέφυγε». Να λοιπόν. Τα είχε παραδεχτεί όλα. Νιώθοντας τα βλέμματα όλων τους πάνω της, σάλεψε αμήχανα. Δεν της άρεσε να κάνει λάθος. Και δεν της άρεσε να κάνει λάθος όταν η ίδια είχε επισημάνει εξαρχής ότι ήταν λάθος. «Ηλαίην, ξέρω τι είπα, ότι πρέπει να προσέχουμε, αλλά όταν την είχα στα χέρια μου, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να την πάμε να δικαστεί». Πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε με έναν απολογητικό τόνο στη φωνή της. Το μισούσε αυτό. Πού ήταν αυτοί οι ανόητοι οι άντρες; «Έθεσα σε κίνδυνο τα πάντα επειδή δεν ήμουν συγκεντρωμένη σ' αυτό που σχεδιάζαμε, αλλά σε παρακαλώ μη με μαλώσεις».