Выбрать главу

«Δεν θα σε μαλώσω», είπε σταθερά η Ηλαίην. «Αρκεί στο μέλλον να προσέχεις». Η Εγκήνιν ξερόβηξε. «Α, ναι», πρόσθεσε βιαστικά η Ηλαίην. Η αναμονή φαινόταν να την ταράζει· τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει λιγάκι. «Βρήκες το περιλαίμιο και τη σφραγίδα;»

«Τα έχω». Άγγιξε το θύλακό της. Οι φωνές απ' έξω έμοιαζαν να δυναμώνουν. Το ίδιο και οι φωνές που αντηχούσαν στους διαδρόμους. Η Λίαντριν πρέπει να έκανε το παλάτι άνω-κάτω προσπαθώντας να βρει τι είχε συμβεί. «Τι έπαθαν αυτοί οι άντρες;»

«Η Λεγεώνα μου», έκανε η Αμάθιρα. Η Ηλαίην την κοίταξε και εκείνη έκλεισε αμέσως το στόμα. Η συζήτηση που είχαν κάνει σίγουρα ήταν ενδιαφέρουσα. Η Πανάρχισσα ήταν μουτρωμένη, σαν κοριτσάκι που φοβόταν μήπως το στείλουν στο κρεβάτι νηστικό.

Η Νυνάβε κοίταξε την Εγκήνιν. Η Σωντσανή είχε στρέψει την προσοχή της στην πόρτα. Ήθελε να πάει να βρει τη Νυνάβε. Γιατί δεν με αφήνει να τη μισήσω; Είμαι τόσο διαφορετική απ’ αυτήν;

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ο Τζούιλιν τράβηξε δύο λεπτά, μεταλλικά ραβδάκια από την κλειδαριά και σηκώθηκε από κει που ήταν γονατισμένος. Αίμα κυλούσε στο μάγουλό του. «Βιαστείτε. Πρέπει να φύγουμε από δω, πριν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο».

Η Νυνάβε, κοιτώντας πίσω του με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, αναρωτήθηκε τι θεωρούσε εκτός ελέγχου. Οι ναύτες του Μπέυλ Ντόμον, τουλάχιστον τριακόσιοι, σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο γύρω από την πόρτα. Ο ίδιος ο Ντόμον κράδαινε ένα ρόπαλο και φώναζε για να τους ενθαρρύνει. Φώναζε για να ακουστεί πάνω από το μουγκρητό που απλωνόταν στον πλατύ δρόμο. Άντρες στριμώχνονταν, σπρώχνονταν και φώναζαν, μια μάζα που έβραζε, την οποία μόλις που κατάφερναν να απωθήσουν οι ναύτες με τα ραβδιά και τα ρόπαλα. Όχι ότι ο όχλος νοιαζόταν για τους ναύτες. Σκορπισμένες ανάμεσα στο πλήθος, ομάδες από έφιππους Λευκομανδίτες ανεβοκατέβαζαν τα σπαθιά σε άντρες που τους πλησίαζαν με δικράνια, με βαρελοσάνιδα και γυμνά χέρια. Μια βροχή από πέτρες έπεφτε γύρω τους, οι οποίες μερικές φορές αναπηδούσαν σε κάποιο κράνος, χωρίς να ακούγονται μέσα στην οχλοβοή. Το άλογο ενός μοναχικού Λευκομανδίτη ξαφνικά χλιμίντρισε, σηκώθηκε όρθιο και έπεσε πίσω· σηκώθηκε γρήγορα όρθιο, ενώ ο αναβάτης έλειπε. Κι άλλα ζώα δίχως καβαλάρηδες τριγυρνούσαν σ' αυτή την ανθρωποθάλασσα. Αυτό το πράγμα είχαν πυροδοτήσει για να καλυφθούν; Θύμισε στον εαυτό της το λόγο —έβαλε το χέρι στο θύλακό της, για να νιώσει τη σφραγίδα από κουεντιγιάρ, το περιλαίμιο και τα βραχιόλια― αλλά ήταν δύσκολο. Σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι που πέθαιναν εκεί πέρα.

«Θα κουνηθείτε από κει;» φώναξε ο Θομ κάνοντας νόημα να βγουν. Είχε ένα ματωμένο κόψιμο πάνω από το φουντωτό του φρύδι, ίσως από πέτρα, ενώ ο καφετής μανδύας του τώρα δεν έκανε ούτε για πατσαβούρα. «Αν η Λεγεώνα της Πανάρχισσας σταματήσει ποτέ να τρέχει, ίσως τα βρούμε σκούρα».

Η Αμάθιρα άφησε έναν ήχο από την έκπληξή της, λίγο πριν τη σπρώξει έξω η Ηλαίην. Η Νυνάβε και η Εγκήνιν τις ακολούθησαν και μόλις βγήκαν και οι τέσσερις γυναίκες, οι ναύτες έκλεισαν γύρω τους το σχηματισμό τους, δημιουργώντας ένα σφιχτό δαχτυλίδι που απομακρύνθηκε με δυσκολία από το παλάτι. Η Νυνάβε μετά βίας μπορούσε να σταθεί όρθια, καθώς την έσπρωχναν οι άντρες που πάσχιζαν να την προστατεύσουν. Κάποια στιγμή η Εγκήνιν γλίστρησε και παραλίγο να πέσει. Η Νυνάβε την έπιασε από το μπράτσο, τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της και η άλλη της χαμογέλασε πλατιά, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Δεν είμαστε τόσο διαφορετικές, σκέφτηκε. Δεν είμαστε ίδιες, αλλά δεν είμαστε και διαφορετικές. Το ενθαρρυντικό της χαμόγελο προς τη Σωντσανή ήταν αβίαστο.

Η βουερή μάζα απλωνόταν αρκετούς δρόμους πιο πέρα από το παλάτι, αλλά όταν ξέφυγαν, τα στενά, στριφογυριστά δρομάκια ήταν σχεδόν άδεια. Όσοι δεν ήταν ανακατεμένοι στα επεισόδια, φαίνονταν αρκετά φρόνιμοι ώστε να τα αποφεύγουν. Κι όσοι από τους περαστικούς κοίταζαν προς το μέρος τους, έρχονταν αντιμέτωποι με άγριες ματιές. Οι δρόμοι του Τάντσικο δεν έπαυαν να είναι οι δρόμοι του Τάντσικο. Αυτό για κάποιο λόγο ξάφνιασε τη Νυνάβε. Ένιωθε σαν να είχε περάσει βδομάδες μέσα στο παλάτι. Η πόλη θα έπρεπε να είναι αλλιώτικη.

Όταν ο αχός έσβησε πίσω τους, ο Θομ κατόρθωσε να υποκλιθεί κομψά στην Αμάθιρα, καθώς προχωρούσε χωλαίνοντας. «Τιμή μου, Πανάρχισσα», είπε. «Αν μπορώ να σου προσφέρω κάποια υπηρεσία, δεν έχεις παρά να μιλήσεις».

Η Αμάθιρα κοίταξε την Ηλαίην, κάτι που την άφησε κατάπληκτη, έκανε μια μικρή γκριμάτσα και μετά μίλησε. «Καλέ μου κύριε, με πέρασες για άλλη. Είμαι μια φτωχή πρόσφυγας από την ύπαιθρο, που με έσωσαν αυτές οι καλές γυναίκες».