Выбрать главу

«Ή θα ήταν καβάλα στο άλογο και θα έτρεχε προς τις πύλες της πόλης». Ο Ραντ πάσχισε να καθίσει πιο ίσια. Οι ξεραμένες πληγές του άνοιξαν, κάνοντας καινούρια ρυάκια αίματος να κυλήσουν στο στήθος και στους ώμους του. «Αν είναι νεκρός, Πέριν, τότε καλύτερα να φύγεις όσο πιο μακριά γίνεται από μένα. Νομίζω ότι εσύ κι ο Λόιαλ έχετε δίκιο σ' αυτό». Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε τον Πέριν. «Εσύ κι ο Ματ σίγουρα εύχεστε να μην είχα γεννηθεί ποτέ. Ή τουλάχιστον να μη με είχατε δει ποτέ στα μάτια σας».

Δεν υπήρχε λόγος να πάει και να κοιτάξει· αν είχε συμβεί κάτι στον Ματ, τώρα θα είχαν τελειώσει όλα. Επίσης, είχε την αίσθηση ότι ο πρόχειρος επίδεσμος στο πλευρό του Ραντ θα τον κρατούσε ζωντανό μέχρι να φτάσει η Μουαραίν. «Δεν φαίνεται να σε νοιάζει αν το έσκασε. Που να καώ, είναι κι αυτός σημαντικός. Τι θα κάνεις αν έφυγε; Ή αν πέθανε, που το Φως να δώσει να μην είναι έτσι».

«Αυτό που δεν περιμένουν». Τα μάτια του Ραντ έμοιαζαν με την αχλύ της αυγής ― γκριζογάλανα, με μια πυρετώδη λάμψη να αχνοφαίνεται στο βάθος. Η φωνή του είχε μια κοφτερή χροιά. «Ούτως ή άλλως, αυτό πρέπει να κάνω πάντα. Αυτό που κανείς δεν περιμένει».

Ο Πέριν ανάσανε αργά. Ήταν δικαιολογημένα τα τεντωμένα νεύρα του Ραντ. Δεν ήταν κάποιο δείγμα εκδήλωσης τρέλας. Έπρεπε να πάψει να έχει το νου του για δείγματα τρέλας. Αυτά θα εμφανίζονταν στην ώρα τους και δεν θα κέρδιζε τίποτα ψάχνοντας, παρά μόνο έναν κόμπο στο στομάχι. «Τι δηλαδή;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να τους αιφνιδιάσω. Να τους αιφνιδιάσω όλους», μουρμούρισε άγρια.

Μια πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ένας ψηλός Αελίτης, που είχε γκρίζες πινελιές στα σκούρα κόκκινα μαλλιά του. Πίσω του, τα πούπουλα του Δακρινού αξιωματικού ταλαντεύονταν καθώς τσακωνόταν με τις Κόρες· ο τσακωμός συνεχιζόταν ακόμα, όταν η Μπάιν έκλεισε την πόρτα.

Ο Ρούαρκ εξέτασε το δωμάτιο με ένα κοφτερό, γαλανό βλέμμα, σαν να υποψιαζόταν ότι υπήρχαν εχθροί κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες και τις αναποδογυρισμένες καρέκλες. Ο αρχηγός της φατρίας του Τάαρνταντ Αελ δεν φαινόταν οπλισμένος, με εξαίρεση ένα μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη μέση του, όμως χρησιμοποιούσε την εξουσία και την αυτοπεποίθηση που τον περιέβαλλαν σαν όπλα, ήρεμα αλλά με βεβαιότητα, σαν να τα είχε θηκαρωμένα πλάι στο μαχαίρι. Και το σούφα του κρεμόταν ολόγυρα στους ώμους του· όσοι γνώριζαν έστω και στο ελάχιστο τους Αελίτες, ήξεραν ότι ήταν επικίνδυνος, εφόσον είχε το μέσο για να καλύψει το πρόσωπό του.

«Ο ανόητος ο Δακρινός απ' έξω έστειλε μήνυμα στο διοικητή του ότι κάτι έγινε εδώ μέσα», είπε ο Ρούαρκ, «και ήδη άρχισαν να διαδίδονται φήμες, πιο γρήγορα κι από βρύα σε πτώμα μέσα σε μια βαθιά σπηλιά. Κάποιοι λένε ότι ο Λευκός Πύργος επιχείρησε να σε δολοφονήσει, άλλοι ότι η Τελευταία Μάχη δόθηκε μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, καθώς κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς». Ο Πέριν άνοιξε το στόμα· ο Ρούαρκ σήκωσε το χέρι για να τον προλάβει. «Έτυχε να πετύχω την Μπερελαίν, που έμοιαζε σαν να της είπαν τι μέρα θα ανταμώσει το θάνατο, και μου είπε την αλήθεια. Και φαίνεται να είναι η αλήθεια, μολονότι αμφέβαλλα».

«Έβαλα να φέρουν τη Μουαραίν», είπε ο Πέριν. Ο Ρούαρκ ένευσε. Φυσικά, οι Κόρες θα του είχαν πει ό,τι ήξεραν.

Ο Ραντ ξέσπασε σε ένα ξερό γέλιο, όλο πόνο. «Της είπα να μην ανοίξει το στόμα της. Φαίνεται ότι ο Άρχοντας Δράκοντας δεν κυβερνά το Μαγιέν». Μια πικρόχολη θυμηδία διακρινόταν ξεκάθαρα στα λόγια του.

«Έχω θυγατέρες μεγαλύτερες απ' αυτή τη νεαρή», είπε ο Ρούαρκ. «Δεν πιστεύω να το πει σε κάποιον άλλο. Νομίζω ότι θα ήθελε να ξεχάσει ό,τι έχει συμβεί απόψε».

«Κι εγώ θα ήθελα να μάθω τι συνέβη», είπε η Μουαραίν μπαίνοντας στο δωμάτιο. Λεπτή και λυγερή όπως ήταν, ο Ρούαρκ μπορεί να δέσποζε από πάνω της με το ανάστημά του, όπως κι ο άντρας που την ακολούθησε —ο Λαν, ο Πρόμαχός της― αλλά στην αίθουσα εκείνη που κυριαρχούσε ήταν η Μουαραίν. Σίγουρα είχε έρθει τρέχοντας, για να φτάσει τόσο γρήγορα, όμως τώρα ήταν γαλήνια σαν παγωμένη λίμνη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να ταράξεις την ηρεμία της Μουαραίν. Η γαλάζια, μεταξωτή εσθήτα της είχε έναν ψηλό, δαντελωτό γιακά και μανίκια στολισμένα με βαθυγάλανο βελούδο, όμως η Άες Σεντάι δεν φαινόταν να επηρεάζεται από τη ζέστη. Μια μικρή, γαλάζια πέτρα άστραφτε στο μέτωπό της, κρεμασμένη με μια χρυσή αλυσιδίτσα από τα μαλλιά της, και τόνιζε την απουσία οποιουδήποτε ίχνους ιδρώτα.

Όπως κάθε φορά που αντάμωναν, τα παγωμένα, γαλανά βλέμματα του Λαν και του Ρούαρκ σχεδόν τίναζαν σπίθες. Ένα δερμάτινο κορδόνι συγκρατούσε τα μαύρα μαλλιά του Λαν, που είχαν γκριζάρει στους κροτάφους. Το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι σμιλεμένο από βράχο, γεμάτο σκληρές επιφάνειες και γωνίες, ενώ το σπαθί του ακουμπούσε στο γοφό του σαν να ήταν μέλος του σώματός του. Ο Πέριν δεν ήξερε να πει ποιος από τους δύο άντρες ήταν ο πιο θανατηφόρος ― η διαφορά, κατά τη γνώμη του, ήταν αμελητέα.