Выбрать главу

Ο Θομ αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τον Τζούιλιν και τον Ντόμον, αλλά όταν έκανε να μιλήσει, η Ηλαίην τον πρόλαβε. «Μπορούμε να πάμε στο πανδοχείο, Θομ; Δεν προσφέρεται αυτό το μέρος για συζήτηση».

Όταν έφτασαν στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων, προκάλεσε επίσης έκπληξη το γεγονός ότι η Ηλαίην σύστησε στη Ρέντρα την Πανάρχισσα ως Θέρα, μια πρόσφυγα χωρίς χρήματα, που ήθελε ένα στρώμα και ίσως λίγη δουλειά για να βγάλει το φαΐ της. Η Ρέντρα σήκωσε τους ώμους καρτερικά, αλλά καθώς οδηγούσε τη «Θέρα» στα μαγειρεία, ήδη της έλεγε τι ωραία μαλλιά που είχε και πόσο όμορφη θα φαινόταν αν είχε ένα σωστό φόρεμα.

Η Νυνάβε περίμενε να βρεθούν οι υπόλοιποι στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν και να κλείσει την πόρτα για να μιλήσει. «Θέρα; Και το δέχτηκε; Ηλαίην, η Ρέντρα θα τη βάλει να σερβίρει τα τραπέζια στην κοινή αίθουσα!»

Η Ηλαίην δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. «Ναι, είναι πολύ πιθανόν». Σωριάστηκε αναστενάζοντας σε μια καρέκλα, πέταξε τα γοβάκια της και άρχισε να τρίβει ζωηρά τα πόδια της. «Δεν ήταν δύσκολο να πείσω την Αμάθιρα να μείνει κρυμμένη μερικές μέρες. Δεν είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στο “η Πανάρχισσα είναι νεκρή” και το “θάνατος στην Πανάρχισσα”. Νομίζω ότι τη βοήθησε που είδε τα επεισόδια. Δεν θέλει να βασιστεί στον Άντρικ για να αναλάβει ξανά το αξίωμά της· θέλει τους δικούς της στρατιώτες γι' αυτό, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνει κρυμμένη μέχρι να επικοινωνήσει με τον Άρχοντα Διοικητή της Λεγεώνας. Πιστεύω ότι τον Άντρικ τον περιμένει μια έκπληξη από την Αμάθιρα. Κρίμα που αυτός δεν πρόκειται να την ξαφνιάσει. Θα της άξιζε». Ο Ντόμον και ο Τζούιλιν κοιτάχτηκαν και μετά κούνησαν τα κεφάλια χωρίς να καταλαβαίνουν. Η Εγκήνιν ένευσε σαν να καταλάβαινε και το επιδοκίμαζε.

«Μα γιατί;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. «Μπορεί να ταράχτηκες που το έσκασε, αλλά γιατί αυτό; Πώς το κατάφερε, αφού ήσασταν δύο εκεί να την παρακολουθείτε;» Τα μάτια της Εγκήνιν πετάρισαν προς την Ηλαίην τόσο γρήγορα, που η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη αν το είχε δει στ' αλήθεια.

Η Ηλαίην ξανάπιασε να τρίβει το πέλμα της. Σίγουρα την πονούσε· τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. «Νυνάβε, αυτή η γυναίκα δεν έχει ιδέα πώς είναι οι ζωές των απλών ανθρώπων». Λες και εκείνη είχε ιδέα! «Μοιάζει να νοιάζεται στ' αλήθεια για τη δικαιοσύνη —έτσι νομίζω― αλλά δεν την ενοχλούσε που το παλάτι είχε τρόφιμα για ένα χρόνο. Ανέφερα τα συσσίτια και δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσα! Θα της κάνει καλό να δουλέψει λίγες μέρες για να βγάλει το ψωμί της». Άπλωσε τα πόδια της κάτω από τραπέζι και κούνησε τα γυμνά της δάχτυλα. «Α, τι ωραίο που είναι αυτό. Όχι ότι θα μείνει εκεί πολύ, αφού θέλει να συγκεντρώσει τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας και να διώξει τη Λίαντριν και τις άλλες από το παλάτι. Κρίμα, αλλά τι να κάνουμε».

«Πρέπει, πάντως», της είπε σταθερά η Νυνάβε. Ήταν ωραίο να κάθεσαι, αν και δεν καταλάβαινε γιατί η άλλη ασχολιόταν τόσο με τα πόδια της. Δεν είχαν περπατήσει σχεδόν καθόλου όλη μέρα. «Κι όσο νωρίτερα, τόσο το καλύτερο. Χρειαζόμαστε την Πανάρχισσα ― κι όχι για να τη βάλουμε στην κουζίνα της Ρέντρα». Της φαινόταν ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τη Μογκέντιεν. Η γυναίκα εκείνη είχε κάθε ευκαιρία να κάνει την εμφάνιση της αφότου είχε ελευθερωθεί. Αυτό ακόμα μπέρδευε τη Νυνάβε· πρέπει να είχε στερεώσει απρόσεκτα τη μόνωση. Αφού όμως η Μογκέντιεν ήταν απρόθυμη να την αντιμετωπίσει τότε, που πρέπει να ήξερε ότι η Νυνάβε ήταν σχεδόν εξαντλημένη, μάλλον δεν θα τις ακολουθούσε έπειτα. Ειδικά για κάτι που φαινόταν μη θεωρεί σημαντικό. Δεν ίσχυε βεβαίως το ίδιο για τη Λίαντριν. Αν η Λίαντριν καταλάβαινε τι είχε συμβεί, σίγουρα θα τις καταδίωκε.

«Η δικαιοσύνη της Κόρης-Διαδόχου», μουρμούρισε ο Θομ, «ίσως υπερβεί τη δικαιοσύνη της Πανάρχισσας. Άντρες χιμούσαν σε εκείνη την πόρτα όταν φεύγαμε και νομίζω ότι ήδη κάποιοι είχαν μπει από μπροστά. Είδα καπνό να βγαίνει από αρκετά παράθυρα. Μέχρι να νυχτώσει, θα έχει απομείνει μονάχα ένα πυρπολημένο κουφάρι. Δεν χρειάζονται στρατιώτες για να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα· κι έτσι η “Θέρα” θα έχει μερικές μέρες για να πάρει το μάθημα που θέλεις να της διδάξεις. Θα γίνεις σπουδαία βασίλισσα κάποια μέρα, Ηλαίην του Άντορ».

Το ευχαριστημένο χαμόγελο της Ηλαίην έσβησε όταν τον κοίταξε. Σηκώθηκε, έκανε το γύρο τραπεζιού, έψαξε στις τσέπες του σακακιού του για να βρει ένα μαντίλι και άρχισε να του καθαρίζει το αίμα από το μέτωπο, παρά τις διαμαρτυρίες του. «Μην κουνιέσαι», του είπε, κάνοντας σαν μητέρα που περιποιείται ένα άτακτο παιδί.