Выбрать главу

«Μπορούμε τουλάχιστον να δούμε για τι πράγμα διακινδυνεύσαμε το κεφάλι μας;» είπε ο βάρδος όταν έγινε φανερό ότι η Ηλαίην συνέχιζε να κάνει ακάθεκτη αυτό που ήθελε.

Η Νυνάβε άνοιξε το θύλακο της ζώνης της και άδειασε τα περιεχόμενά του στο τραπέζι· τον ασπρόμαυρο δίσκο που μαζί με άλλους κρατούσε κλειστή τη φυλακή του Σκοτεινού, καθώς και το περιλαίμιο με τα βραχιόλια, που έστειλαν κύματα θλίψης μέσα της πριν προλάβει να τα ακουμπήσει κάτω. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω της για να τα κοιτάξουν.

Ο Ντόμον άγγιξε με το δάχτυλο τη σφραγίδα. «Είχα κάποτε κάτι τέτοιο».

Η Νυνάβε αμφέβαλε γι' αυτό. Μόνο επτά είχαν κατασκευαστεί. Οι τρεις ήταν σπασμένες, κι ας ήταν φτιαγμένες από κουεντιγιάρ. Μια άλλη βρισκόταν στα χέρια της Μουαραίν. Τέσσερις απέμεναν. Πώς μπορούσαν τέσσερις να κρατήσουν κλειδωμένη τη φυλακή του Σκοτεινού; Ανατριχιαστική σκέψη.

Η Εγκήνιν άγγιξε το περιλαίμιο και έσπρωξε τα βραχιόλια μακριά του. Αν ένιωσε τα συναισθήματα που ήταν παγιδευμένα μέσα τους, σίγουρα δεν το έδειξε. Ίσως η ευαισθησία να ήταν απόρροια της ικανότητας διαβίβασης. «Δεν είναι α'ντάμ», είπε η Σωντσανή. «Εκείνα είναι φτιαγμένα από επάργυρο μέταλλο και είναι μονοκόμματα».

Η Νυνάβε ευχήθηκε να μην είχε αναφέρει τα α'ντάμ. Μα αυτή ποτέ δεν φόρεσε τέτοιο βραχιόλι. Και άφησε να φύγει η γυναίκα που μας είπε. Η καημένη. Εκείνη η άλλη, η Μπέθαμιν, εκείνη ήταν που έλεγχε γυναίκες μέσω του α'ντάμ. Η Εγκήνιν είχε δείξει περισσότερο έλεος απ' όσο θα είχε δείξει η Νυνάβε. «Είναι τόσο όμοια μεταξύ τους, όσο είμαστε εγώ με σένα, Εγκήνιν». Εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά ύστερα από μια στιγμή ένευσε. Δεν ήταν και τόσο διαφορετικές. Δύο γυναίκες που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.

«Έχετε σκοπό να συνεχίσουμε το κυνήγι της Λίαντριν;» Ο Τζούιλιν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι, κοιτώντας τα αντικείμενα. «Δεν ξέρω αν έχει εκδιωχθεί από το Τάντσικο, αλλά ακόμα είναι κάπου γύρω. Όπως και οι άλλες. Αυτά, όμως, φαίνονται σημαντικά και δεν μπορούμε τα να αφήσουμε έτσι. Δεν είμαι παρά ένας απλός κλεφτοκυνηγός, αλλά θα έλεγα ότι πρέπει να τα πάμε στο Λευκό Πύργο να τα φυλάξουν».

«Όχι!» Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε και η ίδια από το ξέσπασμά της. Το ίδιο και οι υπόλοιποι, κρίνοντας από τα βλέμματά τους. Σήκωσε αργά τη σφραγίδα και την ξανάβαλε στο θύλακό της. «Αυτό θα πάει στο Λευκό Πύργο. Εκείνα, όμως...» Δεν ήθελε να ξαναγγίξει αυτά τα μαύρα πράγματα. Αν τα είχαν στο Λευκό Πύργο, ίσως οι Άες Σεντάι να αποφάσιζαν να τα χρησιμοποιήσουν, όπως σκόπευε να το κάνει και το Μαύρο Άτζα. Για να ελέγξουν τον Ραντ. Θα έκανε άραγε κάτι τέτοιο η Μουαραίν; Η Σιουάν Σάντσε; Δεν μπορούσε να το αφήσει στην τύχη. «Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πιθανότητα να ξαναπέσουν σε χέρια Σκοτεινόφιλων. Ηλαίην, μπορείς να τα καταστρέψεις; Λιώσε τα. Δεν με νοιάζει αν κάψουν το τραπέζι. Κατάστρεψε τα!»

«Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε η Ηλαίην με μια γκριμάτσα. Η Νυνάβε αμφέβαλε γι' αυτό, μιας και η Ηλαίην πίστευε ολόψυχα στον Πύργο· αλλά πίστευε και στον Ραντ.

Η Νυνάβε δεν μπόρεσε φυσικά να δει τη λάμψη του σαϊντάρ, όμως από την προσήλωση με την οποία κοίταζε η Ηλαίην τα ρυπαρά αντικείμενα μπροστά της, κατάλαβε ότι διαβίβαζε. Τα βραχιόλια και το περιλαίμιο έμειναν στη θέση τους. Η Ηλαίην έσμιξε τα φρύδια· το βλέμμα της έγινε πιο έντονο. Απότομα, κούνησε το κεφάλι. Το χέρι της μετεωρίστηκε διστακτικά για μια στιγμή κοντά σε ένα βραχιόλι, πριν το σηκώσει. Και το ξανάφησε με μια κοφτή κραυγή. «Το νιώθω να... Είναι γεμάτο από...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έκανα αυτό που μου ζήτησες, Νυνάβε. Αν ήταν σφυρί, θα είχε γίνει πύρινη λιμνούλα με τη Φωτιά που ύφανα, αλλά αυτά ούτε που ζεστάθηκαν», είπε.

Η Μογκέντιεν, λοιπόν, δεν είχε πει ψέματα. Σίγουρα φανταζόταν ότι δεν υπήρχε λόγος να πει ψέματα, επειδή πίστευε ότι θα νικούσε. Πώς ελευθερώθηκε αυτή η γυναίκα; Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν μ' αυτά τα πράγματα; Δεν θα τα άφηνε να πέσουν στα χέρια κανενός.

«Αφέντη Ντόμον, ξέρεις κανένα πολύ βαθύ σημείο της θάλασσας;»

«Ξέρω, κυρά αλ'Μεάρα», είπε αυτός αργά.

Προσεκτικά, προσπαθώντας να μη νιώσει τα συναισθήματα που κουβαλούσαν αυτά τα αντικείμενα, η Νυνάβε έσπρωξε προς το μέρος του το περιλαίμιο και τα βραχιόλια πάνω στο τραπέζι. «Πέτα τα λοιπόν εκεί, για να μην τα ξαναβρεί ποτέ κανείς».

Ύστερα από μια παύση, αυτός ένευσε. «Θα το κάνω». Τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του σακακιού του, προφανώς μη θέλοντας να αγγίξει κάτι που είχε σχέση με τη Δύναμη. «Στο βαθύτερο σημείο της θάλασσας που ξέρω, κοντά στα Άιλε Σομίρα».

Η Εγκήνιν κοίταζε κατσουφιασμένη το πάτωμα και σίγουρα σκεφτόταν τον Ιλιανό που θα έφευγε. Η Νυνάβε δεν είχε ξεχάσει που η γυναίκα τον είχε αποκαλέσει «άντρα με τα όλα του». Της ήρθε να γελάσει. Είχαν σχεδόν τελειώσει. Μόλις σαλπάριζε ο Ντόμον, το μισητό περιλαίμιο και τα βραχιόλια θα χάνονταν για πάντα. Θα μπορούσαν να γυρίσουν στην Ταρ Βάλον. Και μετά... Μετά πάλι στο Δάκρυ, ή όπου βρισκόταν ο αλ'Λάν Μαντράγκοραν. Είχε αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν και είχε συνειδητοποιήσει ότι παραλίγο να σκοτωνόταν ή να πάθαινε κάτι χειρότερο, κι αυτό έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μαζί του. Τον άντρα αυτόν έπρεπε να τον μοιράζεται με μια γυναίκα την οποία μισούσε, αλλά αν η Εγκήνιν μπορούσε να γλυκοκοιτάζει έναν άντρα τον οποίο κάποτε είχε αιχμαλωτίσει —ο Ντόμον από πλευράς του σίγουρα την κοίταζε με ενδιαφέρον― και αν η Ηλαίην μπορούσε να αγαπήσει έναν άντρα που θα τρελαινόταν, τότε και η ίδια θα μπορούσε να βρει κάποιον τρόπο να απολαύσει το λίγο που μπορούσε με τον Λαν.