«Να κατέβουμε να δούμε πώς της φαίνεται της “Θέρα” που είναι υπηρέτρια;» πρότεινε. Σύντομα θα έφευγαν για την Ταρ Βάλον. Σύντομα.
56
Ο Χρυσομάτης
Η κοινή αίθουσα του Πανδοχείου της Οινοπηγής ήταν σιωπηλή και το μόνο που ακουγόταν ήταν η πένα του Πέριν, που έξυνε το χαρτί. Σιωπηλή και άδεια, εκτός απ' αυτόν και τον Άραμ. Ήταν περασμένο πρωί και το φως σχημάτιζε μικρές λιμνούλες κάτω από τα παράθυρα. Δεν ερχόταν μυρωδιά μαγειρεμένων φαγητών από την κουζίνα· πουθενά στο χωριό δεν είχαν αναμμένες φωτιές, είχαν ρίξει νερό ακόμα και στη θράκα. Δεν υπήρχε λόγος να δώσουν εύκολα στον εχθρό το δώρο της φωτιάς. Ο Μάστορας —μερικές φορές ο Πέριν αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να θεωρεί πια τέτοιο τον Άραμ, αλλά κανείς δεν έπαυε να είναι ό,τι ήταν, είτε κρατούσε σπαθί, είτε όχι― στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο πλάι στην μπροστινή είσοδο, παρακολουθώντας τον Πέριν. Τι περίμενε; Τι ήθελε; Ο Πέριν βούτηξε την πένα στο μικρό, πέτρινο μελανοδοχείο, άφησε παραδίπλα το τρίτο φύλλο και άρχισε να γράφει στο τέταρτο.
Ο Μπαν αλ'Σήν μπήκε από την πόρτα κρατώντας το τόξο και έτριψε ανήσυχα μ' ένα δάχτυλο τη μεγάλη μύτη του. «Οι Αελίτες γύρισαν», είπε ήσυχα, αλλά τα πόδια του κουνιόταν σαν να μην μπορούσε να τα ησυχάσει. «Έρχονται Τρόλοκ από το βορρά και το νότο. Είναι χιλιάδες, Άρχοντα Πέριν».
«Μη με λες έτσι», είπε αφηρημένα ο Πέριν, κοιτώντας τη σελίδα με σμιγμένα τα φρύδια. Δεν τα κατάφερνε καλά στα λόγια. Δεν ήξερε πώς να πει τα πράγματα με τον κομψό τρόπο που άρεσε στις γυναίκες. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γράψει αυτό που ένιωθε. Βούτηξε ξανά την πένα στο μελάνι και πρόσθεσε μερικές γραμμές.
Δεν ζητώ τη συγχώρεσή σου γι' αυτό που έκανα. Δεν ξέρω αν θα μου την έδινες, αλλά δεν τη ζητώ. Μου είσαι πιο ακριβή κι από τη ζωή. Μη σκεφτείς ποτέ σου ότι σε εγκατέλειψα. Όταν λάμπει ο ήλιος πάνω σου, είναι το χαμόγελό μου. Όταν ακούς την αύρα να θροΐζει στους ανθούς της μηλιάς, είναι ο ψίθυρός μου ότι σ' αγαπώ. Η αγάπη μου είναι παντοτινά δική σου.
Εξέτασε για λίγο αυτά που είχε γράψει. Δεν έλεγε αρκετά, αλλά αυτά ήταν όλα. Δεν είχε τις κατάλληλες λέξεις και δεν είχε χρόνο.
Σκούπισε προσεκτικά το υγρό μελάνι με άμμο και δίπλωσε τις σελίδες. Παραλίγο να γράψει «Φάιλε Μπασίρ» απ' έξω, πριν το κάνει «Φάιλε Αϋμπάρα». Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε αν στη Σαλδαία οι γυναίκες έπαιρναν το επώνυμο του συζύγου τους· υπήρχαν μέρη που δεν το είχαν αυτό. Ε, τον είχε παντρευτεί στους Δύο Ποταμούς· θα ανεχόταν τα έθιμα των Δύο Ποταμών.
Ακούμπησε το γράμμα στο κέντρο της κορνίζας του τζακιού —ίσως να έφτανε στα χέρια της κάποια στιγμή― και έσιαξε την πλατιά, κόκκινη, γαμήλια κορδέλα πίσω από το γιακά του για να κρέμεται σωστά στα πέτα. Έπρεπε να το φορά επτά μέρες, για να δείχνει σε όσους τον έβλεπαν ότι ήταν νιόπαντρος. «Θα προσπαθήσω», είπε τρυφερά στο γράμμα. Η Φάιλε είχε προσπαθήσει να του δέσει μια κορδέλα στη γενειάδα του· ευχόταν να την είχε αφήσει να το κάνει.
«Με συγχωρείς, Άρχοντα Πέριν;» είπε ο Μπαν σαλεύοντας ακόμα ανήσυχα τα πόδια του. «Δεν σε άκουσα». Ο Άραμ μασούσε το χείλος του, με μάτια γουρλωμένα και φοβισμένα.
«Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας», είπε ο Πέριν. Ίσως το γράμμα να έφτανε στα χέρια της. Με κάποιον τρόπο. Πήρε το τόξο του από το τραπέζι και το πέρασε στην πλάτη του. Ο πέλεκυς και η φαρέτρα ήδη κρέμονταν στη ζώνη του. «Και μη με λες έτσι!»
Μπροστά στο πανδοχείο ήταν μαζεμένοι οι Σύντροφοι καβάλα στ' άλογα, με τον Γουίλ αλ'Σήν να κρατά εκείνο το χαζό λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, στηρίζοντας το μακρύ ιστό στον αναβολέα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που ο Γουίλ είχε αρνηθεί να το κουβαλά; Οι επιζώντες απ' όσους είχαν έρθει μαζί του την πρώτη εκείνη μέρα φυλούσαν ζηλότυπα αυτό το δικαίωμα τώρα. Ο Γουίλ, με το τόξο στη ράχη κι ένα σπαθί στη ζώνη, έδειχνε περήφανος, ο ανόητος.