Ο Μπαν ανέβηκε στη σέλα του και ο Πέριν τον άκουσε να μιλάει στους άλλους. «Ο άνθρωπος είναι ψυχρός σαν λιμνούλα το χειμώνα. Είναι πάγος. Μπορεί να μην είναι τόσο άσχημα τα πράγματα σήμερα». Δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή. Οι γυναίκες είχαν μαζευτεί στο Δημόσιο Λιβάδι.
Είχαν σχηματίσει έναν κύκλο με βάθος πέντε ή έξι άτομα γύρω από τον ψηλό ιστό, όπου ανέμιζε στην αύρα το μεγάλο λάβαρο με την κόκκινη λυκοκεφαλή. Βάθος πέντε ή έξι άτομα, που στέκονταν ώμο με ώμο, με πρόχειρες λόγχες φτιαγμένες από δρεπάνια, δικράνια και τσεκούρια, ακόμα και από γερά κουζινομάχαιρα και μπαλτάδες.
Με έναν κόμπο στο λαιμό, καβάλησε τον Γοργοπόδη και προχώρησε προς το μέρος τους. Τα παιδιά είχαν σχηματίσει μια πυκνή μάζα μέσα στον κύκλο των γυναικών. Όλα τα παιδιά του Πεδίου του Έμοντ.
Προχωρώντας αργά με το άλογο μπροστά από τις σειρές τους, ένιωθε να τον ακολουθούν τα βλέμματα των γυναικών, όπως και των παιδιών. Μυρωδιές φόβου και ανησυχίας· τα παιδιά το έδειχναν και στα χλωμά προσωπάκια τους, αλλά όλοι είχαν αυτή την οσμή. Τράβηξε τα γκέμια εκεί που στέκονταν μαζί η Μάριν αλ'Βέρ, η Νταίζε Κόνγκαρ και οι άλλες του Κύκλου των Γυναικών. Η Άλσμπετ Λούχαν είχε στον ώμο ένα σφυρί του συζύγου της και φορούσε στο κεφάλι το Λευκομανδίτικο κράνος που είχε αποκτήσει τη νύχτα της διάσωσης της, το οποίο της καθόταν κάπως στραβά, εξαιτίας της χοντρής πλεξούδας της. Η Νέυσα Αγιέλιν κρατούσε γερά στο χέρι ένα μακρύ μαχαίρι, που ήταν για τεμαχισμό κρέατος, και είχε χώσει άλλα δύο στη ζώνη.
«Κάτσαμε και το σχεδιάσαμε», είπε η Νταίζε, κοιτώντας τον σαν να περίμενε κάποια διαφωνία και να ήταν αποφασισμένη να μην την επιτρέψει. Κρατούσε όρθιο μπροστά της ένα δικράνι, δεμένο σε κοντάρι ένα μέτρο ψηλότερο από την ίδια. «Αν σπάσουν κάπου την άμυνα οι Τρόλοκ, εσείς οι άντρες δεν θα προλαβαίνετε να ασχοληθείτε, άρα θα βγάλουμε εμείς τα παιδιά έξω. Τα μεγάλα ξέρουν τι να κάνουν, όλα τους έπαιζαν κρυφτό στο δάσος. Μόνο για να μείνουν ασφαλή, μέχρι να μπορέσουν να ξαναβγούν».
Τα μεγαλύτερα. Υπήρχαν αγόρια και κορίτσια δεκατριών και δεκατεσσάρων χρόνων, που είχαν δεμένα στην πλάτη μωρά που ακόμα δεν είχαν μάθει να περπατούν, ενώ κρατούσαν άλλα από το χέρι. Τα μεγαλύτερα κορίτσια ήταν μαζί με τις γυναίκες· η Μποντ Κώθον έσφιγγε με τα δύο χέρια ένα τσεκούρι με ξύλινη λαβή και η αδελφή της ένα κυνηγετικό δόρυ με πλατιά αιχμή. Τα μεγαλύτερα αγόρια ήταν μαζί με τους άντρες, ή ανεβασμένα στις καλαμοσκεπές με τα τόξα τους. Οι Μάστορες ήταν μαζί με τα παιδιά. Ο Πέριν κοίταξε τον Άραμ δίπλα από τον αναβολέα του. Δεν θα πολεμούσαν, όμως κάθε ενήλικας είχε δύο μωρά δεμένα στη ράχη και άλλο ένα στην αγκαλιά. Ο Ράεν και η Ίλα, αγκαλιασμένοι, δεν τον κοίταζαν. Μόνο για να μείνουν ασφαλή, μέχρι να μπορέσουν να ξαναβγούν.
«Λυπάμαι». Αναγκάστηκε να ξεροβήξει για να καθαρίσει το λαιμό του. Δεν ήθελε να καταλήξουν εδώ τα πράγματα. Όσο κι αν το σκεφτόταν, δεν έβρισκε τι άλλο μπορούσε να είχε κάνει. Ακόμα κι αν παραδινόταν ο ίδιος στους Τρόλοκ, αυτοί δεν θα έπαυαν να πυρπολούν και να λεηλατούν. Το τέλος θα ήταν το ίδιο. «Δεν ήταν δίκαιο αυτό που έκανα με τη Φάιλε, αλλά έπρεπε. Σας παρακαλώ, καταλάβετε το. Έπρεπε».
«Μην είσαι χαζός, Πέριν», είπε η Άλσμπετ με έντονη φωνή, αλλά κι ένα ζεστό χαμόγελο στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Δεν σ' αντέχω όταν γίνεσαι χαζός. Λες ότι θα περιμέναμε να κάνεις κάτι διαφορετικό;»
Η Μάριν, κρατώντας ένα βαρύ μπαλτά στο ένα χέρι, άπλωσε το άλλο και του χάιδεψε το γόνατο. «Κάθε άντρας που αξίζει το σεβασμό της γυναίκας του, θα έκανε το ίδιο».
«Ευχαριστώ». Μα το Φως, είχε βραχνιάσει για τα καλά. Λίγο ακόμα και θα τον έπιαναν τα ζουμιά, σαν κοριτσόπουλο. Για κάποιο λόγο, όμως, δεν μπορούσε να μαλακώσει τη φωνή του. Σίγουρα τον περνούσαν για βλάκα. «Ευχαριστώ. Δεν έπρεπε να σας κοροϊδέψω, αλλά εκείνη δεν θα έφευγε, αν το υποψιαζόταν».
«Αχ, Πέριν». Η Μάριν γέλασε. Τόλμησε και γέλασε μ' όσα αντιμετώπιζαν, παρ' όλο που ανέδιδε την οσμή του φόβου· ο Πέριν ευχήθηκε να είχε το μισό κουράγιο της. «Ξέραμε τι σκαρώνεις πριν την ανεβάσεις στο άλογο και δεν ξέρω μήπως το ήξερε κι αυτή. Οι γυναίκες κάνουν πράγματα που δεν τους αρέσουν, μόνο για να ευχαριστήσουν εσάς, τους άντρες. Πήγαινε τώρα και κάνε ό,τι έχεις να κάνεις. Εδώ έχουμε δουλειές του Κύκλου των Γυναικών», πρόσθεσε με σιγουριά.
Αυτός κατάφερε να της ανταποδώσει το χαμόγελο. «Μάλιστα, κυρά», είπε αγγίζοντας το μέτωπο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Συμπάθα με. Ξέρω ότι δεν πρέπει να χώνω τη μύτη μου σ' αυτά». Οι γυναίκες γύρω της γέλασαν κεφάτα, καθώς έστριβε τον Γοργοπόδη και έφευγε.
Κατάλαβε ότι ο Μπαν και ο Τελ έρχονταν πίσω του, με τους υπόλοιπους Συντρόφους σε σειρά πίσω από τον Γουίλ και το λάβαρο. Έκανε νόημα στους δυο τους να έρθουν πλάι του. «Αν πάνε άσχημα τα πράγματα σήμερα», είπε όταν βρέθηκαν δεξιά κι αριστερά του, «οι Σύντροφοι να γυρίσουν εδώ και να βοηθήσουν τις γυναίκες».