Выбрать главу

«Μα —»

Αυτός διέκοψε τη διαμαρτυρία του Τελ. «Θα κάνετε ό,τι σας λέω! Αν στριμώξουν τα πράγματα, βγάλτε τις γυναίκες και τα παιδιά! Μ' ακούσατε;» Εκείνοι ένευσαν· απρόθυμα, αλλά ένευσαν.

«Κι εσύ;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μπαν.

Ο Πέριν τον αγνόησε. «Άραμ, μείνε μαζί με τους Συντρόφους».

Ο Μάστορας, ανάμεσα στον Γοργοπόδη και στο δασύτριχο άλογο του Τελ, ούτε που σήκωσε το κεφάλι. «Όπου πας θα πάω». Το είπε απλά, ο τόνος του, όμως, δεν άφηνε περιθώριο για διαφωνίες· θα έκανε αυτό που ήθελε, ό,τι κι αν έλεγε ο Πέριν. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν οι πραγματικοί άρχοντες είχαν ποτέ τέτοιους μπελάδες.

Στο δυτικό άκρο του Δημόσιου Λιβαδιού, οι Λευκομανδίτες είχαν καβαλήσει τα άλογα, με τους μανδύες με το χρυσό, ακτινωτό ήλιο να λάμπουν, τα κράνη και τις πανοπλίες να γυαλίζουν, τις αιχμές των λογχών να αστράφτουν, μια μακριά φάλαγγα ανά τετράδες, που εκτεινόταν ως τα κοντινότερα σπίτια. Πρέπει να είχαν περάσει τη μισή νύχτα γυαλίζοντας τα πράγματά τους. Ο Ντάιν Μπόρνχαλντ και ο Τζάρετ Μπάυαρ γύρισαν τα άλογά τους για να αντικρίσουν τον Πέριν. Ο Μπόρνχαλντ ίσιωσε το κορμί στη σέλα, όμως μύριζε μπράντυ από μήλα. Ένα μίσος βαθύτερο από το συνηθισμένο αλλοίωσε το λιπόσαρκο πρόσωπο του Μπάυαρ, καθώς κοίταζε τον Πέριν.

«Νόμιζα ότι θα τώρα θα ήσασταν στις θέσεις σας», είπε ο Πέριν.

Ο Μπόρνχαλντ κοίταξε συνοφρυωμένος τη χαίτη του αλόγου του, χωρίς να απαντά. «Φεύγουμε από δω, Σκιογέννητε», έφτυσε ο Μπάυαρ ύστερα από λίγο. Θυμωμένα μουρμουρητά ακούστηκαν από τους Συντρόφους, όμως ο άντρας με τα βουλιαγμένα μάτια τους αγνόησε, όπως αγνόησε και το χέρι του Άραμ, που απλώθηκε προς τη λαβή του σπαθιού πάνω από τον ώμο του. «Θα φτάσουμε στο Λόφο της Σκοπιάς ανοίγοντας δρόμο μέσα από τους φίλους σου και θα ενωθούμε με τις υπόλοιπες δυνάμεις μας».

Έφευγαν. Τετρακόσιοι στρατιώτες έφευγαν. Λευκομανδίτες μεν, αλλά έφιπποι στρατιώτες, όχι αγρότες, στρατιώτες που είχαν συμφωνήσει —ο Μπόρνχαλντ είχε συμφωνήσει!― να υποστηρίξουν τους άντρες των Δύο Ποταμών όταν θα άναβε η μάχη. Για να έχει την παραμικρή ελπίδα το Πεδίο του Έμοντ, ο Πέριν έπρεπε να κρατήσει αυτούς τους άντρες. Ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι και φρίμαξε, σαν να είχε αντιληφθεί τη διάθεση του αναβάτη του. «Ακόμα πιστεύεις ότι είμαι Σκοτεινόφιλος, Μπόρνχαλντ; Πόσες επιθέσεις έχεις δει ως τώρα; Αυτοί οι Τρόλοκ προσπαθούν να σκοτώσουν κι εμένα, ανάμεσα σ' όλους τους άλλους».

Ο Μπόρνχαλντ σήκωσε το κεφάλι αργά, με μάτια βασανισμένα αλλά ταυτοχρόνως και μισοζαλισμένα. Έσφιξε ασυναίσθητα τα γκέμια στα χέρια του, μέσα στα γάντια με την ατσαλένια ενίσχυση. «Νομίζεις ότι δεν έχω μάθει πια ότι αυτές οι οχυρώσεις κατασκευάστηκαν χωρίς εσένα; Δεν ήταν δικό σου αυτό το έργο, σωστά; Δεν θα κρατήσω τους άντρες μου εδώ για να σε δουν να θυσιάζεις τους ίδιους τους συγχωριανούς σου στους Τρόλοκ. Θα χορέψεις πάνω στο σωρό των πτωμάτων τους όταν τελειώσουν όλα, Σκιογέννητε; Όχι στα δικά μας, όμως! Θέλω να ζήσω, για να σε παραδώσω στη δικαιοσύνη!»

Ο Πέριν χάιδεψε το λαιμό του Γοργοπόδη για να ησυχάσει το άτι. Έπρεπε να κρατήσει αυτούς τους άντρες. «Με θέλεις; Πολύ καλά. Όταν τελειώσουν όλα, όταν τελειώσουμε με τους Τρόλοκ, δεν θα αντισταθώ, αν θελήσεις να με συλλάβεις».

«Όχι!» φώναξαν μαζί ο Μπαν και ο Τελ, ενώ ακούστηκαν μουγκρητά κι από τους άλλους πίσω τους. Ο Άραμ κοίταξε τον Πέριν σαν να είχε φάει μαχαιριά.

«Κενή υπόσχεση», έκανε χλευαστικά ο Μπόρνχαλντ. «Σκοπός σου είναι να πεθάνουν όλοι εδώ, εκτός από σένα!»

«Αν το σκάσεις, δεν θα το μάθεις ποτέ, έτσι δεν είναι;» Ο Πέριν έκανε τη φωνή του σκληρή, όλο περιφρόνηση. «Θα τηρήσω την υπόσχεση μου, αλλά αν το σκάσεις, ίσως να μη με ξαναβρείς ποτέ. Τρέξε, αν θέλεις! Τρέξε και προσπάθησε να ξεχάσεις τι θα συμβεί εδώ! Όλο λόγια είσαι για την προστασία του κόσμου από τους Τρόλοκ. Πόσοι πέθαναν στα χέρια των Τρόλοκ αφότου ήρθες; Η οικογένειά μου δεν ήταν η πρώτη και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Τρέξε! Ή μείνε, αν θυμηθείς ότι είστε άντρες. Αν θέλεις να βρεις κουράγιο, κοίτα τις γυναίκες, Μπόρνχαλντ. Η καθεμιά τους είναι γενναιότερη απ' όλους εσάς τους Λευκομανδίτες!»

Ο Μπόρνχαλντ έτρεμε, σαν να ήταν ένα πλήγμα κάθε λέξη· του Πέριν του φάνηκε ότι θα έπεφτε από τη σέλα. Ο Μπόρνχαλντ ταλαντεύτηκε, ισορρόπησε πάλι και τον κοίταξε. «Θα μείνουμε», είπε βραχνά.

«Μα, Άρχοντα Μπόρνχαλντ», διαμαρτυρήθηκε ο Μπάυαρ.

«Καθαροί!» βρυχήθηκε ο Μπόρνχαλντ προς τον Μπάυαρ. «Αν πρέπει να πεθάνουμε εδώ, θα πεθάνουμε καθαροί!» Γύρισε πάλι το κεφάλι στον Πέριν, με αφρισμένο στόμα. «Θα μείνουμε. Στο τέλος, όμως, θα σε δω νεκρό, Σκιογέννητε! Για τη δική μου οικογένεια, για τον δικό μου πατέρα, θα-σε-δω-νεκρό!» Έστριψε οργισμένος το άλογό του και γύρισε στη λευκή φάλαγγά του. Ο Μπάυαρ γύμνωσε τα δόντια στον Πέριν, σαν ένα άηχο γρύλισμα, πριν τον ακολουθήσει.