Выбрать главу

«Δεν φαντάζομαι να κρατήσεις αυτή την υπόσχεση;» είπε με αγωνία ο Άραμ. «Δεν μπορείς».

«Πρέπει να τους επιθεωρήσω όλους», είπε ο Πέριν. Λίγες πιθανότητες είχε να ζήσει για να την κρατήσει. «Δεν υπάρχει χρόνος». Σπιρούνισε τον Γοργοπόδη και το άλογο πήδηξε μπροστά, προς το δυτικό άκρο του χωριού.

Πίσω από τους μυτερούς πασσάλους, που ήταν στραμμένοι προς το Δυτικό Δάσος, οι άντρες ήταν ζαρωμένοι με τα δόρατα, τους λογχοπελέκεις και τις λόγχες που είχε φτιάξει ο Χάραλ Λούχαν, ο οποίος βρισκόταν εκεί, φορώντας ένα γιλέκο σιδερά και κρατώντας ένα κοντάρι δυόμισι μέτρα μακρύ, που είχε στην άκρη μια λεπίδα δρεπανιού. Πίσω τους στέκονταν άντρες με τόξα, που είχαν τέσσερις καταπέλτες ανάμεσα στις σειρές τους. Ο Άμπελ Κώθον προχωρούσε αργά, μιλώντας με κάθε άντρα χωριστά.

Ο Πέριν τράβηξε τα γκέμια πλάι στον Άμπελ. «Λένε ότι θα έρθουν από βόρεια και νότια», είπε χαμηλόφωνα, «μα έχε τα μάτια ανοιχτά».

«Θα κοιτάμε. Και είμαι έτοιμος να στείλω τους μισούς άντρες μου όπου χρειαστεί. Δεν θα βρουν εύκολο κρέας τους Δυποταμίτες». Το χαμόγελο του Άμπελ ήταν σαν του γιου του.

Ο Πέριν ντράπηκε όταν οι άντρες άρχισαν να ζητωκραυγάζουν καθώς περνούσε με τους Συντρόφους και το λάβαρο πίσω του· «Χρυσομάτη! Χρυσομάτη!» του φώναζαν και αραιά και πού κανένα «Άρχοντα Πέριν!»

Στο νότο υπεύθυνος ήταν ο Ταμ, πιο βλοσυρός από τον Άμπελ, που πηγαινοερχόταν σχεδόν σαν Πρόμαχος, με το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του. Εκείνη η λυκίσια, θανατηφόρα χάρη στην κίνηση έδειχνε παράξενη στο γεροδεμένο, γκριζομάλλη αγρότη. Αλλά τα λόγια του προς τον Πέριν δεν ήταν πολύ διαφορετικά από του Άμπελ. «Εμείς εδώ οι Δυποταμίτες είμαστε πιο σκληροτράχηλοι απ' όσο νομίζουν οι περισσότεροι», είπε ήρεμα. «Μην ανησυχείς, σήμερα θα έχουμε κάθε λόγο να περηφανευόμαστε».

Η Αλάνα ήταν σε έναν από τους έξι καταπέλτες εδώ και καταγινόταν με μια μεγάλη πέτρα, την οποία τοποθετούσαν στο βαθούλωμα του χοντρού μπράτσου. Ο Ίχβον καθόταν στο άλογο κοντά της, φορώντας το μανδύα Πρόμαχου που άλλαζε χρώματα, λεπτός σαν ατσάλινη λεπίδα και με βλέμμα κοφτερό σαν γερακιού· δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε επιλέξει πού θα στεκόταν να πολεμήσει —όπου βρισκόταν η Αλάνα― και ποια θα ήταν η μάχη του ― να τη βγάλει ζωντανή, ό,τι κι αν γινόταν. Μόλις που κοίταξε τον Πέριν. Μα η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε με τα χέρια πάνω από την πέτρα, ακολουθώντας τον με το βλέμμα καθώς περνούσε. Την ένιωθε να τον μετρά, να τον ζυγίζει και να τον κρίνει. Οι ζητωκραυγές τον ακολούθησαν κι εκεί.

Για το σημείο που ο φράχτης περνούσε τα λίγα σπιτάκια ανατολικά του Πανδοχείου της Οινοπηγής ήταν υπεύθυνοι ο Γιον Θέην και ο Σάμελ Κρω. Ο Πέριν τους είπε ό,τι και στον Άμπελ, παίρνοντας πάλι περίπου την ίδια απάντηση. Ο Γιον, φορώντας αλυσιδωτό θώρακα γεμάτο τρύπες από τη σκουριά, είχε δει τον καπνό του μύλου του που καιγόταν, ενώ ο Σάμελ, με το αλογίσιο πρόσωπο και τη μακριά μύτη, ήταν σίγουρος ότι είχε δει καπνό από τη φάρμα του. Δεν περίμεναν ότι η μέρα θα ήταν εύκολη, μα και οι δύο είχαν τυλιχτεί μέσα σε μια παγερή αποφασιστικότητα, σαν να ήταν μανδύας.

Ο Πέριν αποφάσισε να δώσει τη μάχη του στο βορρά. Αγγίζοντας με το δάχτυλο την κορδέλα που κρεμόταν στο πέτο του, κοίταξε προς το Λόφο της Σκοπιάς, προς τα κει που είχε κατευθυνθεί η Φάιλε, και αναρωτήθηκε γιατί είχε διαλέξει τη βορινή πλευρά. Πέτα ελεύθερη, Φάιλε. Πέτα ελεύθερη, καρδιά μου. Ε, μάλλον όλα τα μέρη ήταν καλά για να πεθάνεις. Ο Γκαούλ και η Τσιάντ στέκονταν έτοιμοι, με τα κεφάλια τυλιγμένα με το σούφα και τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μαύρα πέπλα. Ο Πέριν πρόσεξε ότι στέκονταν δίπλα-δίπλα· ό,τι κι αν συνέβαινε ανάμεσά τους, έμοιαζε να βαραίνει περισσότερο από τη βεντέτα αίματος των φατριών τους. Ο Λόιαλ κρατούσε ένα ζευγάρι τσεκούρια, που έμοιαζαν μικροσκοπικά στα πελώρια χέρια του· τα φουντωτά αφτιά του ήταν γυρισμένα μπροστά με ανυπομονησία και το πλατύ του πρόσωπο ήταν βλοσυρό.

Νόμιζες ότι θα το σκάσω; είχε πει, όταν ο Πέριν του είχε προτείνει να ξεγλιστρήσει μέσα στη νύχτα μετά τη Φάιλε. Είχε κρεμάσει τα αφτιά, κουρασμένος και πληγωμένος. Ήρθα μαζί σον, Πέριν, και θα μείνω ώσπου να φύγεις. Και μετά είχε γελάσει ξαφνικά, μ' ένα βαθύ μπουμπουνητό που τράνταξε τα πιάτα. Ίσως μάλιστα μια μέρα κάποιος πει μια ιστορία για μένα. Δ εν συνηθίζουμε αυτά τα πράγματα, αλλά φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας Ογκιρανός ήρωας. Είπα ένα αστείο. Γέλα. Έλα, θα πούμε αστεία και θα γελάσουμε και θα σκεφτούμε τη Φάιλε να πετά ελεύθερη.