Выбрать главу

«ΙΣΑΜ!» Και η μαύρη παλίρροια κύλησε μπροστά, ουρλιάζοντας δίχως λέξεις.

Η Φάιλε ήταν ασφαλής. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να δει τα πρόσωπα των αντρών που εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά του. Άκουσε τα ίδια ουρλιαχτά να έρχονται από το νότο. Και από τις δύο πλευρές ταυτοχρόνως. Αυτό δεν το είχαν ξαναδοκιμάσει. Η Φάιλε ήταν ασφαλής. «Στα τετρακόσια βήματα...!» Στις γραμμές τους, τα τόξα υψώθηκαν μαζί. Η μάζα που ούρλιαζε πλησίαζε πιο κοντά, τα μακριά, χοντρά πόδια κάλυπταν την απόσταση. Πιο κοντά. «Ρίξτε!»

Ο δονούμενος κρότος των χορδών πνίγηκε στο χαλασμό των Τρόλοκ, όμως ένα χαλάζι από φτερά χήνας έσκισε τον ουρανό, διαγράφοντας μια καμπύλη τροχιά πριν βυθιστεί στην ορδή με τις μαύρες πανοπλίες. Οι πέτρες από τους καταπέλτες έπεσαν και έσκασαν, σχηματίζοντας πύρινες σφαίρες και κοφτερά θραύσματα στο πλήθος που έβραζε. Τρόλοκ σωριάστηκαν κάτω. Ο Πέριν τους είδε να πέφτουν, να ποδοπατούνται κάτω από μπότες και οπλές. Ακόμα και μερικοί Μυρντράαλ έπεσαν. Όμως το παλιρροϊκό κύμα χιμούσε, κλείνοντας τις τρύπες και τα χάσματα, μοιάζοντας άφθαρτο.

Δεν υπήρχε ανάγκη να διατάξει άλλο καταιγισμό. Ο δεύτερος ακολούθησε τον πρώτο όσο πιο σύντομα μπορούσαν οι άντρες να βάλουν άλλο βέλος στη χορδή. Η δεύτερη βροχή από τα βέλη με τις πλατιές αιχμές υψωνόταν στο αέρα πριν καλά-καλά πέσει η πρώτη, και η τρίτη ακολούθησε από πίσω, και η τέταρτη, και η πέμπτη. Φλόγες ξεσπούσαν ανάμεσα στους Τρόλοκ, όσο γρήγορα μπορούσαν να κατεβάσουν οι άντρες τα μπράτσα των καταπελτών με το βαρούλκο, ενώ η Βέριν κάλπαζε με το άλογο από καταπέλτη σε καταπέλτη και από τη σέλα έγερνε στις πέτρες. Και οι πελώριες, αλαλάζουσες μορφές συνέχισαν να έρχονται, κραυγάζοντας σε μια γλώσσα που ο Πέριν δεν καταλάβαινε, κραυγάζοντας όμως για αίμα, για ανθρώπινο αίμα και σάρκα. Οι άντρες που ζάρωναν πίσω από τους πασσάλους ετοιμάστηκαν, ζύγιασαν τα όπλα τους.

Ο Πέριν ένιωθε μια παγωνιά μέσα σου. Έβλεπε ότι το έδαφος πίσω από τους Τρόλοκ ήταν κιόλας γεμάτο με νεκρούς και ετοιμοθάνατους, όμως δεν έδειχναν να λιγοστεύουν. Ο Γοργοπόδης βημάτιζε νευρικά, όμως ο Πέριν δεν μπορούσε να ακούσει το νευρικό κλαψούρισμά του σ' αυτούς τους αλαλαγμούς των Τρόλοκ. Ο πέλεκυς ήρθε στο χέρι του με μια ήρεμη κίνηση· η μακριά λεπίδα στο σχήμα του μισοφέγγαρου και το χοντρό καρφί άστραψαν στο φως του ήλιου. Ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει. Η καρδιά μου είναι παντοτινά δική σον, Φάιλε. Αυτή τη φορά του φαινόταν ότι οι πάσσαλοι δεν θα...

Χωρίς καν να κόψει ταχύτητα, η πρώτη σειρά των Τρόλοκ έπεσε στους μυτερούς πασσάλους, με πρόσωπα παραμορφωμένα από μουσούδες ή ράμφη που στράβωναν από τσιρίδες πόνου, που ούρλιαζαν καθώς τους διαπερνούσαν οι πάσσαλοι, ενώ τους έσπρωχναν μπροστά οι πελώριες μορφές που έρχονταν πίσω τους· μερικοί έπεφταν ανάμεσα στους πασσάλους και έδιναν τη θέση τους σε άλλους, περισσότερους, πάντα περισσότερους. Ένας τελευταίος καταιγισμός από βέλη, που βρήκαν το στόχο τους σχεδόν εξ επαφής, και ύστερα ήταν ώρα για δόρατα, λογχοπελέκεις και σπιτικές λόγχες, που τρυπούσαν και χάραζαν τις πανύψηλες μορφές με τις μαύρες πανοπλίες, πέφτοντας μερικές φορές καθώς οι τοξότες σημάδευαν όσο καλύτερα μπορούσαν τα απάνθρωπα πρόσωπα που πρόβαλλαν πάνω από τα κεφάλια των φίλων τους, με τα αγόρια να ρίχνουν κι αυτά από τις στέγες ― όλο τρέλα και θάνατος, εκκωφαντικά μουγκρητά και ουρλιαχτά και τσιρίδες. Αργά, αναπότρεπτα, η γραμμή των Δυποταμιτών υποχώρησε σε καμιά δεκαριά μέρη. Αν έσπαζε, οπουδήποτε...

«Οπισθοχωρήστε!» κραύγασε ο Πέριν. Ένας Τρόλοκ με μουσούδα αγριόχοιρου, που ήταν ήδη ματωμένος, άνοιξε δρόμο μέσα από τις γραμμές των ανθρώπων, τσιρίζοντας και χτυπώντας με το χοντρό, κυρτό σπαθί του. Ο πέλεκυς του Πέριν του άνοιξε το κεφάλι ως τη μουσούδα. Ο Γοργοπόδης προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος, με τα χλιμιντρίσματά του να χάνονται μέσα στην αντάρα. «Οπισθοχωρήστε!» Ο Νταρλ Κόπλιν έπεσε κάτω πιάνοντας το μηρό του, που τον είχε διαπεράσει ένα δόρυ χοντρό σαν καρπός· ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ προσπάθησε να τον τραβήξει πίσω, ενώ κρατούσε αδέξια ένα κυνηγετικό δόρυ· ο Χάρι Κόπλιν κράδαινε τον λογχοπέλεκύ του υπερασπίζοντας τον αδελφό του, με το στόμα ανοιχτό σε μια φαινομενικά σιωπηλή κραυγή. «Οπισθοχωρήστε ανάμεσα στα σπίτια!»

Δεν ήξερε αν οι άλλοι τον είχαν ακούσει και είχαν μεταφέρει τη διαταγή, ή αν το ασφυκτικό βάρος των Τρόλοκ τους είχε ωθήσει μέσα, όμως σιγά-σιγά, με αργά, πεισματικά βήματα, οι άνθρωποι υποχώρησαν. Ο Λόιαλ ανεβοκατέβαζε τα ματωμένα τσεκούρια του σαν ξυλόσφυρες, με το πλατύ στόμα ανοιχτό σε μια αγριεμένη γκριμάτσα. Πλάι στον Ογκιρανό, ο Μπραν κάρφωνε βλοσυρά τους Τρόλοκ με το δόρυ του· είχε χάσει το ατσάλινο κράνος του και το αίμα κυλούσε στα γκρίζα μαλλιά του. Από το άτι του, ο Τόμας άνοιγε χώρο γύρω από τη Βέριν· ήταν αναμαλλιασμένη και είχε χάσει το άλογό της· πύρινες σφαίρες πετάγονταν από τα χέρια της και οι Τρόλοκ μπροστά της τυλίγονταν στις φλόγες, λες κι ήταν μουλιασμένοι σε λάδι. Όλα τούτα δεν έφταναν για να κρατηθεί το μέρος. Οι Δυποταμίτες οπισθοχωρούσαν αργά, γύρω από τον Γοργοπόδη. Ο Γκαούλ και η Τσιάντ πολεμούσαν πλάτη με πλάτη· εκείνης της είχε απομείνει μόνο ένα δόρυ κι αυτός έκοβε και κάρφωνε με το βαρύ μαχαίρι του. Ακόμα πιο πίσω. Στα δυτικά και τα ανατολικά οι άντρες υποχωρούσαν από τα οχυρώματα εκεί για να μην τους πλευροκοπήσουν οι Τρόλοκ και εξαπέλυαν βέλη. Δεν έφτανε αυτό. Ακόμα πιο πίσω.