Выбрать главу

Ξαφνικά, μια πελώρια μορφή με κέρατα τράγου προσπάθησε να κατεβάσει τον Πέριν από τη σέλα, προσπάθησε να ανέβει πίσω του. Ο Γοργοπόδης, σπαρταρώντας, λύγισε από το βάρος των δυο τους. Ενώ το πόδι του ήταν παγιδευμένο και τον πονούσε σαν να ήταν έτοιμο να σπάσει, ο Πέριν πάλεψε να γυρίσει το τσεκούρι προς τα πίσω, να διώξει από το λαιμό του εκείνα τα χέρια που ήταν μεγαλύτερα από Ογκιρανού. Ο Τρόλοκ τσίριξε όταν το ξίφος του Άραμ του έκοψε το λαιμό. Την ίδια στιγμή που το ογκώδες πλάσμα σωριαζόταν πάνω στον Πέριν, πιτσιλίζοντάς τον αίμα, ο Άραμ στριφογυρνούσε με μια άψογη κίνηση για να καρφώσει άλλο έναν Τρόλοκ στο στομάχι.

Ο Πέριν γρύλισε από τον πόνο και ελευθερώθηκε, την ίδια στιγμή που ο Γοργοπόδης σηκωνόταν στα πόδια του, αλλά δεν πρόλαβε ούτε να σκεφτεί να ξανανέβει στη σέλα. Μόλις που κατάφερε να βουτήξει στο πλάι, ενώ οι οπλές ενός μαύρου αλόγου χτυπούσαν τον αέρα εκεί που βρισκόταν πριν το κεφάλι του. Με έναν απειλητικό μορφασμό στο χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπό του, ο Ξέθωρος έγειρε από τη σέλα καθώς ο Πέριν προσπαθούσε να σηκωθεί, με το κατάμαυρο σπαθί να κόβει τον αέρα, αγγίζοντάς του τα μαλλιά όταν χαμήλωνε. Με μια άσπλαχνη, λοξή κίνηση του τσεκουριού, ο Πέριν έκοψε ένα πόδι του αλόγου. Άλογο και αναβάτης κουτρουβάλησαν μαζί· όπως σωριάζονταν, ο Πέριν έθαψε το τσεκούρι του εκεί που θα βρίσκονταν τα μάτια του Ημιανθρώπου.

Ξεκόλλησε τη λεπίδα, πάνω στην ώρα για να δει το δικράνι της Νταίζε Κόνγκαρ να καρφώνει έναν κατσικομούρη Τρόλοκ στο λαιμό. Εκείνος άρπαξε το μακρύ ακόντιο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έκανε να την καρφώσει με μια ακιδωτή λόγχη, αλλά η Μάριν αλ'Βέρ τον χτύπησε ατάραχα στον τένοντα της κνήμης, ακρωτηριάζοντάς τον με τον μπαλτά της· το πόδι έπεσε στο πλάι κι αυτή έκοψε ψυχρά τη ραχοκοκαλιά του Τρόλοκ στη βάση του σβέρκου του. Ένας άλλος Τρόλοκ σήκωοε την Μποντ Κώθον στον αέρα από την πλεξούδα της· με το στόμα της ορθάνοιχτο από μια έντρομη κραυγή, βύθισε το τσεκούρι της στον ώμο του, κάτω από την αλυσιδωτή πανοπλία του, ενώ η αδελφή της, η Έλντριν, έχωνε το κυνηγετικό δόρυ της στο στήθος του και η Νέυσα Αγιέλιν, με την γκρίζα πλεξούδα, του έχωνε και ένα χοντρό μαχαίρι ξεκοκαλίσματος.

Από τη μια άκρη ως την άλλη, απ' όσο μπορούσε να δει ο Πέριν, οι γυναίκες ήταν εκεί. Ο αριθμός τους ήταν ο μόνος λόγος που άντεχε ακόμα η γραμμή τους, η οποία είχε απωθηθεί σχεδόν ως τα σπίτια. Υπήρχαν γυναίκες ανάμεσα στους άντρες, στέκονταν ώμο με ώμο· μερικές ήταν ακόμα κοπελίτσες, αλλά βέβαια μερικοί απ' αυτούς τους «άντρες» δεν είχε χρειαστεί να ξυριστούν ποτέ τους. Πού ήταν οι Λευκομανδίτες; Τα παιδιά! Αν οι γυναίκες ήταν εδώ, τότε δεν υπήρχε κανείς για να βγάλει τα παιδιά έξω. Πού είναι οι άτιμοι οι Λευκομανδίτες; Αν έρχονταν τώρα, τουλάχιστον θα κέρδιζαν μερικά λεπτά ακόμα. Μερικά λεπτά, για να φυγαδεύσουν τα παιδιά.

Ένα αγόρι, ο μελαχρινός εκείνος αγγελιοφόρος που είχε έρθει να τον βρει την προηγούμενη νύχτα, τον άρπαξε από το μπράτσο καθώς έστριβε για να ψάξει τους Συντρόφους. Οι Σύντροφοι θα έπρεπε να ανοίξουν δρόμο για τα παιδιά. Θα τους έστελνε και θα έκανε εδώ ό,τι μπορούσε. «Άρχοντα Πέριν!» φώναξε το αγόρι μέσα στην εκκωφαντική αντάρα. «Άρχοντα Πέριν!»

Ο Πέριν προσπάθησε να τον διώξει, αλλά μετά τον άρπαξε παραμάσχαλα καθώς κλωτσούσε κάτι πλευρά· η θέση του ήταν με τα άλλα παιδιά. Χωρισμένοι σε ομάδες και παραταγμένοι σε σφιχτές γραμμές ανάμεσα στα σπίτια, ο Μπαν, ο Τελ και οι άλλοι Σύντροφοι κάθονταν στις σέλες και έριχναν με τα τόξα, πάνω από τα κεφάλια των αντρών και των γυναικών. Ο Γουίλ είχε καρφώσει το λάβαρο στο χώμα για να πιάσει κι αυτός το τόξο του. Με κάποιον τρόπο, ο Τελ είχε καταφέρει να πιάσει τον Γοργοπόδη· τα χαλινάρια του καφεγκρίζου άλογου ήταν δεμένα στη σέλα του Τελ. Το αγόρι θα μπορούσε να καθίσει στην πλάτη του Γοργοπόδη.

«Άρχοντα Πέριν! Άκουσε με σε παρακαλώ! Ο αφέντης αλ'Θόρ λέει ότι κάποιοι επιτίθενται στους Τρόλοκ! Άρχοντα Πέριν!»