Выбрать главу

Μια λιγνή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, που κυλούσαν ως τη μέση της, η μοναδική από τις τρεις την οποία αναγνώριζε —το όνομά της ήταν Ανάντα· ανήκε στο Κίτρινο Άτζα― είχε έναν αρρωστιάρικο καφετή φωτοστέφανο, ζαρωμένο και σκασμένο, με χαραματιές που βάθαιναν και πλάταιναν καθώς σάπιζαν. Η μικρόσωμη, ξανθομάλλα Άες Σεντάι πλάι στην Ανάντα ήταν του Πράσινου Άτζα, όπως έδειχνε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια. Η Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον φάνηκε για μια στιγμή εκεί, όταν η γυναίκα τους γύρισε την πλάτη. Στον ώμο της, σαν να φώλιαζε ανάμεσα στα κλήματα και τα ανθισμένα κλαριά μηλιάς που ήταν κεντημένα στο επώμιό της, βρισκόταν ένα ανθρώπινο κρανίο. Ένα μικρό, γυναικείο κρανίο, που ήταν καθαρισμένο από τις σάρκες και το είχε ξασπρίσει ο ήλιος. Η τρίτη, μια παχουλή γυναίκα στην άλλη άκρη της αίθουσας, δεν φορούσε επώμιο· έτσι έκαναν οι περισσότερες Άες Σεντάι όταν δεν είχαν τελετές. Ο τρόπος που ύψωνε το πηγούνι και έστηνε τους ώμους της έδειχνε δύναμη και περηφάνια. Έμοιαζε να κοιτάζει με τα παγερά, γαλανά μάτια της τις ικέτισσες μέσα από μια κουρελιασμένη κουρτίνα αίματος, με άλικα ποταμάκια να κυλούν στο πρόσωπό της.

Το αίμα, η νεκροκεφαλή και ο φωτοστέφανος έσβησαν μέσα στο χορό των εικόνων γύρω από τις τρεις τους, κατόπιν ξαναφάνηκαν και μετά έσβησαν πάλι. Οι ικέτισσες ατένιζαν με δέος, βλέποντας μονάχα τρεις γυναίκες που μπορούσαν να αγγίξουν την Αληθινή Πηγή και να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη. Καμία, εκτός από τη Μιν, δεν έβλεπε τα υπόλοιπα. Καμία, εκτός από τη Μιν, δεν ήξερε ότι εκείνες οι τρεις γυναίκες θα πέθαιναν. Όλες την ίδια μέρα.

«Η Άμερλιν δεν μπορεί να τους βλέπει όλους», είπε η Φαολάιν με κακοκρυμμένη αδημονία. «Η επόμενη ανοιχτή ακρόαση είναι σε δέκα μέρες. Πες μου τι θέλεις και θα φροντίσω να δεις την αδελφή που μπορεί να σε βοηθήσει καλύτερα».

Το βλέμμα της Μιν καρφώθηκε στο δέμα στην αγκαλιά της και έμεινε εκεί, εν μέρει για να μην αναγκαστεί να ξαναδεί αυτό που είχε ήδη αντικρίσει. Και οι τρεις τους! Φως μου! Τι πιθανότητες υπήρχαν να πεθάνουν τρεις Άες Σεντάι την ίδια μέρα; Αλλά ήξερε. Ήξερε.

«Έχω το δικαίωμα να μιλήσω με την Έδρα της Άμερλιν. Αυτοπροσώπως». Ήταν ένα δικαίωμα που σπάνια το διεκδικούσε κανείς —ποιος άραγε θα τολμούσε;― αλλά υπήρχε. «Όλες οι γυναίκες έχουν αυτό το δικαίωμα και το απαιτώ».

«Νομίζεις ότι η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως μπορεί να δέχεται την πάσα μία που έρχεται στο Λευκό Πύργο; Σίγουρα μπορεί να σε βοηθήσει κάποια άλλη Άες Σεντάι». Η Φαολάιν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στους τίτλους, για να εκφοβίσει τη Μιν. «Πες μου τώρα τι θες να ζητήσεις. Και ποιο είναι το όνομά σου, για να ξέρει ποια να βρει η μαθητευόμενη που θα έρθει».

«Το όνομά μου είναι... Ελμιντρέντα». Η Μιν προσπάθησε, αλλά δεν απέφυγε να κάνει ένα μορφασμό. Ανέκαθεν μισούσε αυτό το όνομα, όμως η Άμερλιν ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που ζούσαν και το είχαν ακούσει ποτέ. Αρκεί να το θυμόταν. «Είναι δικαίωμά μου να μιλήσω με την Άμερλιν. Και η ερώτησή μου είναι μονάχα γι' αυτήν. Είναι δικαίωμά μου».

Η Αποδεχθείσα ύψωσε το φρύδι της. «Ελμιντρέντα;» Το στόμα της σφίχτηκε μ’ ένα χαμόγελο ευθυμίας. «Και διεκδικείς τα δικαιώματά σου. Πολύ καλά. Θα στείλω μήνυμα στην Τηρήτρια των Χρονικών ότι επιθυμείς να δεις αυτοπροσώπως την Έδρα της Άμερλιν, Ελμιντρέντα».

Της Μιν της ήρθε να χαστουκίσει τη γυναίκα για τον τρόπο που τόνιζε το «Ελμιντρέντα», αλλά αντί γι' αυτό μουρμούρισε πιεσμένα, «Ευχαριστώ».

«Μη βιάζεσαι να με ευχαριστήσεις. Δίχως αμφιβολία, θα περάσουν ώρες μέχρι να βρει η Τηρήτρια χρόνο να απαντήσει και σίγουρα θα πει ότι μπορείς να κάνεις την ερώτησή σου στην επόμενη ανοιχτή ακρόαση της Μητέρας. Περίμενε με υπομονή, Ελμιντρέντα». Χάρισε ένα σφιγμένο χαμόγελο στη Μιν, σχεδόν ένα κοροϊδευτικό μειδίαμα, καθώς γυρνούσε να φύγει.

Η Μιν, τρίζοντας τα δόντια, πήρε το δέμα της και έγειρε στον τοίχο ανάμεσα σε δύο αψιδωτές εισόδους, όπου προσπάθησε να γίνει ένα με τη χλωμή πέτρα. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν και απέφυγε να σε προσέξουν, μέχρι να φτάσεις στην Άμερλιν, της είχε πει η Μουαραίν. Η Μουαραίν ήταν μια Άες Σεντάι την οποία εμπιστευόταν. Συνήθως. Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια καλή συμβουλή. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φτάσει στην Άμερλιν και η δουλειά της θα τελείωνε. Θα ξανάβαζε τα δικά της ρούχα, θα έβλεπε τις φίλες της και θα έφευγε. Δεν θα είχε πια ανάγκη να κρύβεται.