Выбрать главу

Το βλέμμα του Πρόμαχου στράφηκε στον Ραντ. «Νόμιζα ότι μεγάλωσες αρκετά, ώστε να μπορείς να ξυρίζεσαι χωρίς κανείς να σε κρατά από το χεράκι».

Ο Ρούαρκ χαμογέλασε· το χαμόγελο ήταν σχεδόν αδιόρατο, όμως ήταν η πρώτη φορά που ο Πέριν τον έβλεπε να χαμογελά μπροστά στον Λαν. «Μικρός είναι ακόμα. Θα μάθει».

Ο Λαν κοίταξε τον Αελίτη και του ανταπέδωσε το χαμόγελο σχεδόν εξίσου αδιόρατα.

Η Μουαραίν έριξε μια φευγαλέα, αυστηρή ματιά στους δυο άντρες. Παρ' όλο που δεν προσπάθησε να ελιχθεί στα συντρίμμια πάνω στο χαλί, πατούσε τόσο ανάλαφρα, υψώνοντας τον ποδόγυρο από τα φουστάνια της, που δεν ακούστηκε ούτε ένα θραύσμα γυαλιού να τρίζει κάτω από τα πέδιλά της. Το βλέμμα της χτένισε το δωμάτιο· ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι κατέγραφε και τις μικρότερες λεπτομέρειες. Για μια στιγμή, τον κοίταξε εξεταστικά —αυτός δεν την αντιγύρισε το βλέμμα· τον ήξερε καλά και δεν ένιωθε άνετα κοντά ι ης― αλλά συνέχισε να κατευθύνεται προς τον Ραντ σαν σιωπηλή, μεταξωτή κατολίσθηση, παγωμένη και αναπότρεπτη.

Ο Πέριν κατέβασε το χέρι του και έκανε στην άκρη. Το πανί έμεινε πάνω στο πλευρό του Ραντ, κολλημένο στο αίμα που έπηζε. Από την κορφή ως τα νύχια του Ραντ, το αίμα ξεραινόταν αφήνοντας μαύρα ποταμάκια και λεκέδες. Τα γυάλινα θραύσματα στο δέρμα του αστραφτοβολούσαν στο φως από τις λάμπες. Η Μουαραίν άγγιξε το ματωμένο πανί με τα ακροδάχτυλά της και μετά τράβηξε το χέρι, σαν να είχε αλλάξει γνώμη και να μην ήθελε πια να κοιτάξει από κάτω. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς η Άες Σεντάι κατάφερνε και κοιτούσε τον Ραντ χωρίς καν ένα μορφασμό, όμως το ατάραχο πρόσωπό της δεν άλλαζε έκφραση. Είχε μια αχνή ευωδιά από σαπούνι αρωματισμένο με τριαντάφυλλο.

«Τουλάχιστον ζεις». Η φωνή της ήταν μελωδική, όμως η μελωδία προς το παρόν ήταν παγερή και θυμωμένη. «Αυτό που συνέβη μπορεί να περιμένει. Προσπάθησε να αγγίξεις την Αληθινή Πηγή».

«Γιατί;» ρώτησε ο Ραντ με έναν επιφυλακτικό τόνο. «Δεν μπορώ να Θεραπεύσω τον εαυτό μου, δεν θα μπορούσα ακόμα κι αν ήξερα να Θεραπεύω. Κανείς δεν μπορεί. Τουλάχιστον αυτό το ξέρω».

Για μια μόνο στιγμή η Μουαραίν φάνηκε έτοιμη να ξεσπάσει, όσο παράξενο κι αν θα ήταν κάτι τέτοιο, όμως μετά ξαναβρέθηκε τυλιγμένη σε μια γαλήνη τόσο απόλυτη, που σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε να τη διαπεράσει. «Μόνο ένα μέρος της δύναμης για τη Θεραπεία προέρχεται από τη θεραπεύτρια. Η Δύναμη μπορεί να αναπληρώσει αυτήν που προέρχεται από τον ασθενή. Δίχως αυτή, θα περάσεις την αυριανή μέρα ξαπλωμένος ανάσκελα, ίσως και τη μεθαυριανή. Τώρα άντλησε τη Δύναμη, αν μπορείς, αλλά μην κάνεις τίποτα. Απλώς κράτησέ τη. Χρησιμοποίησε αυτό, αν χρειαστεί». Δεν χρειάστηκε να σκύψει πολύ για να αγγίξει το Καλαντόρ.

Ο Ραντ πήρε το σπαθί δίπλα από το χέρι της. «Απλώς να την κρατήσω είπες». Φαινόταν έτοιμος να γελάσει δυνατά. «Πολύ καλά».

Απ' όσο μπορούσε να δει ο Πέριν, δεν συνέβη τίποτα, όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο. Ο Ραντ καθόταν εκεί, σαν επιζήσας από μια χαμένη μάχη, κοιτάζοντας τη Μουαραίν. Εκείνη σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια, Δυο φορές έξυσε τις παλάμες της, ίσως ασυναίσθητα.

Κάποια στιγμή ο Ραντ αναστέναξε. «Ούτε το Κενό δεν μπορώ να φτάσω. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ». Ένα γοργό χαμόγελο έκανε το ξεραμένο αίμα στο πρόσωπό του να ανοίξει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί». Ένα πυκνό, κόκκινο ρυάκι κατηφόρισε ελικοειδώς, περνώντας δίπλα από το αριστερό του μάτι.

«Τότε θα κάνω ό,τι έκανα πάντα», είπε η Μουαραίν και πήρε το κεφάλι του Ραντ στα χέρια της, αγνοώντας το αίμα που κύλησε στα δάχτυλά της.

Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος με ένα κοφτό μουγκρητό, σαν να του είχαν διώξει απότομα όλο τον αέρα από τα πνευμόνια, ενώ η ράχη του κύρτωσε τόσο πολύ, που το κεφάλι του παραλίγο να ξεφύγει από τη Μουαραίν. Το ένα χέρι του τινάχτηκε, με τα δάχτυλα ανοιγμένα και γυρισμένα τόσο πίσω, που έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν· το άλλο χέρι έπεσε στη λαβή του Καλαντόρ και οι μύες του τεντώθηκαν τόσο, που φάνηκαν να γεμίζουν κόμπους. Το σώμα του έτρεμε σαν απλωμένο πανί σε ανεμοθύελλα. Σκούρα κομματάκια ξεραμένου αίματος έπεσαν κάτω και τα γυαλάκια έτριξαν στο στήθος του και μετά στο πάτωμα, πεταμένα έξω από τις πληγές που έκλειναν και γιατρεύονταν.

Ο Πέριν ανατρίχιασε, σαν να μούγκριζε γύρω του αυτή η ανεμοθύελλα. Είχε ξαναδεί να Θεραπεύουν, έτσι και χειρότερα, μεγαλύτερες και πιο άσχημες πληγές, αλλά ποτέ δεν ένιωθε άνετα όταν έβλεπε τη χρήση της Δύναμης, ή όταν ήξερε ότι τη χρησιμοποιούσαν, έστω και για Θεραπεία. Στο μυαλό του είχαν χαραχτεί οι ιστορίες για τις Άες Σεντάι που έλεγαν οι σωματοφύλακες των εμπόρων και οι οδηγοί τους, πολλά χρόνια πριν γνωρίσει τη Μουαραίν. Η οσμή του Ρούαρκ έδειχνε ότι αισθανόταν ταραχή. Μόνο ο Λαν το δεχόταν ως φυσιολογικό. Ο Λαν και η Μουαραίν.