Εκείνη ξεκίνησε από το σημείο που στέκονταν οι άντρες του Λόφου της Σκοπιάς και σταμάτησε μόνο για μια στιγμή ώστε να εμποδίσει την Μπάιν να την ακολουθήσει, πηγαίνοντας με το άλογό της να τον συναντήσει. Ίππευε με τόση χάρη, σαν να ήταν μέρος του εαυτού της η μαύρη φοράδα, με το λιγνό κορμί στητό, οδηγώντας τη Σουώλοου πιο πολύ με τα γόνατα παρά με τα χαλινάρια, τα οποία κρατούσε ανέμελα στο ένα χέρι. Η κόκκινη, γαμήλια κορδέλα ήταν ακόμα πλεγμένη στα μαλλιά της, οι άκρες κρέμονταν από τους ώμους της. Έπρεπε να της βρει λουλούδια.
Για μια στιγμή, εκείνα τα γερτά μάτια τον κοίταξαν εξεταστικά, το στόμα της... Δεν μπορεί να ένιωθε αβεβαιότητα μέσα της, αλλά αυτή τη μυρωδιά είχε. «Είπα ότι θα πάω», του είπε τελικά με το κεφάλι ψηλά. Η Σουώλοου χόρεψε προς το πλάι, κυρτώνοντας το λαιμό, και η Φάιλε συγκράτησε τη φοράδα σχεδόν ασυναίσθητα. «Δεν είπα μέχρι πού. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν είναι έτσι».
Αυτός δεν μπορούσε να πει τίποτα. Ήταν τόσο όμορφη. Απλώς ήθελε να την κοιτάζει, να τη βλέπει, πανέμορφη, ζωντανή, μαζί του. Η οσμή της ήταν καθαρός ιδρώτας με μια αχνότατη υποψία σαπουνιού από βότανα. Δεν ήξερε αν ήθελε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Μπορεί και τα δυο. Ήθελε να κρατήσει τη μυρωδιά της στα πνευμόνια του.
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια και συνέχισε. «Πέριν, ήταν έτοιμοι. Στ' αλήθεια. Δεν χρειάστηκε να πω πολλά για να τους πείσω να έρθουν. Οι Τρόλοκ δεν τους είχαν ενοχλήσει σχεδόν καθόλου, αλλά έβλεπαν τον καπνό. Ταξιδέψαμε γρήγορα και κουραστήκαμε η Μπάιν κι εγώ, αλλά φτάσαμε στο Λόφο της Σκοπιάς πριν από το πρώτο φως, και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε μόλις σηκώθηκε ο ήλιος». Το συνοφρύωμά της χάθηκε, έγινε χαμόγελο πλατύ, ενθουσιασμένο και περήφανο. Τόσο όμορφο χαμόγελο. Τα μαύρα μάτια της λαμπύριζαν. «Με ακολούθησαν, Πέριν. Με ακολούθησαν! Ακόμα και η Τενοβία δεν έχει οδηγήσει ποτέ της άντρες σε μάχη. Ήθελε μια φορά, όταν ήμουν οκτώ χρόνων, αλλά ο πατέρας μου της μίλησε μόνος του στα διαμερίσματά της κι όταν έφυγε για τη Μάστιγα, αυτή έμεινε πίσω». Μ' ένα δηκτικό χαμόγελο, συνέχισε. «Νομίζω ότι εσύ κι αυτός καμιά φορά χρησιμοποιείτε τις ίδιες μεθόδους. Η Τενοβία τον εξόρισε, αλλά ήταν μόνο δεκάξι χρόνων και το Συμβούλιο των Αρχόντων κατόρθωσε έπειτα από μερικές βδομάδες να της αλλάξει γνώμη. Θα πρασινίσει από ζήλια όταν της το πω». Κοντοστάθηκε ξανά κι αυτή τη φορά πήρε μια βαθιά ανάσα και στήριξε τη γροθιά στο γοφό της. «Δεν θα πεις τίποτα;» τον ρώτησε με αδημονία. «Θα κάθεσαι εκεί σαν μουγκός; Δεν είπα εγώ ότι θα φύγω από τους Δύο Ποταμούς. Εσύ το είπες, όχι εγώ. Δεν έχεις δικαίωμα να είσαι θυμωμένος επειδή δεν έκανα κάτι που δεν υποσχέθηκα να κάνω! Και από πάνω, προσπάθησες να με διώξεις επειδή νόμιζες ότι θα πεθάνεις! Ξαναγύρισα για να —»
«Σ' αγαπώ». Μόνο αυτό μπόρεσε να πει, αλλά το παράξενο ήταν ότι έφτανε. Μόλις βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του, η Φάιλε πλησίασε με τη Σουώλοου, τον αγκάλιασε και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του· ήταν σαν να προσπαθούσε να τον κόψει στα δυο τόσο που έσφιγγε. Της χάιδεψε τρυφερά τα μαύρα μαλλιά, νιώθοντας τη μεταξένια αίσθησή τους, νιώθοντας τη Φάιλε.
«Φοβόμουν ότι θα έρθω πολύ αργά», είπε με το κεφάλι στο σακάκι του. «Οι άντρες του Λόφου της Σκοπιάς έκαναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά όταν φτάσαμε και είδα τους Τρόλοκ να πολεμούν σχεδόν ανάμεσα στα σπίτια, τόσο πολλοί που το χωριό έμοιαζε να έχει σκεπαστεί από κατολίσθηση, και δεν μπορούσα να σε δω...» Πήρε με τρεμουλιαστή ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν πιο γαλήνια. Ελάχιστα. «Ήρθαν από το Ντέβεν Ράιντ;»
Εκείνος τινάχτηκε και το χέρι του σταμάτησε να τη χαϊδεύει. «Ναι, ήρθαν. Πού το ξέρεις; Μήπως το κανόνισες κι αυτό;» Εκείνη άρχισε να τρέμει· ο Πέριν δεν κατάλαβε αμέσως ότι γελούσε.
«Όχι, καρδιά μου, αν και θα το κανόνιζα αν μπορούσα. Όταν ήρθε εκείνος ο άντρας με το μήνυμά του —“ερχόμαστε”― σκέφτηκα —έλπισα― ότι αυτό εννοούσε». Τράβηξε λίγο πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε με σοβαρό πρόσωπο. «Δεν μπορούσα να σου το πω, Πέριν. Δεν μπορούσα να σου δώσω ελπίδες, ενώ είχα μόνο μια απλή υποψία. Θα ήταν άσπλαχνο αν... Μη θυμώνεις μαζί μου, Πέριν».
Γελώντας, τη σήκωσε από τη σέλα και την κάθισε πλάγια στη δική του· εκείνη διαμαρτυρήθηκε γελώντας και απλώθηκε πάνω από το ψηλό μπροστάρι για να τον αγκαλιάσει και με τα δύο χέρια. «Δεν θα σου θυμώσω ποτέ μα ποτέ, το ορκ —» Τον έκοψε, κρύβοντάς του το στόμα με το χέρι της.
«Η μητέρα μου λέει ότι το χειρότερο πράγμα που της έκανε ποτέ ο πατέρας μου ήταν ότι ορκίστηκε να μη θυμώνει ποτέ μαζί της. Της πήρε ένα χρόνο μέχρι να τον αναγκάσει να το πάρει πίσω και λέει ότι πολύ πριν κλείσει ο χρόνος δεν άντεχε να ζει μαζί του, επειδή τα κρατούσε όλα μέσα του. Θα θυμώνεις μαζί μου, Πέριν, κι εγώ μαζί σου. Αν θέλεις να μου δώσεις άλλον ένα γαμήλιο όρκο, ορκίσου ότι δεν θα το κρύβεις όταν είσαι θυμωμένος. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω αυτό που δεν με αφήνεις να δω, άντρα μου. Άντρα μου», επανέλαβε με έναν ικανοποιημένο τόνο, κουρνιάζοντας πάνω του. «Μ' αρέσει όπως ακούγεται».