Ο Πέριν πρόσεξε πως η ίδια δεν είχε πει ότι θα του έλεγε πάντα πότε ήταν θυμωμένη· με βάση περασμένες εμπειρίες, τις μισές φορές θα έπρεπε να το ανακαλύπτει με το δύσκολο τρόπο μόνος του. Και επίσης δεν του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα του κρατούσε ποτέ ξανά μυστικά. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημασία, αρκεί να ήταν μαζί του. «Θα σου λέω πότε θα είμαι θυμωμένος, γυναίκα μου», της υποσχέθηκε. Τον λοξοκοίταξε, σαν να μην ήξερε πώς να το πάρει αυτό. Δεν θα τις καταλάβεις ποτέ, ξάδερφε Τζάιμ, αλλά δεν θα σε νοιάζει.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι είχε νεκρούς Τρόλοκ ολόγυρά του, σαν ένα μαύρο χωράφι γεμάτο λοφίσκους από πτώματα, ενώ οι Μυρντράαλ που σφάδαζαν δεν έλεγαν να παραδεχτούν ότι είχαν πεθάνει τελειωτικά. Έστριψε αργά τον Γοργοπόδη. Σφαγείο, απομεινάρια Σκιογέννητων, που εκτείνονταν για εκατοντάδες βήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Κοράκια χοροπηδούσαν στο έδαφος και ένα βαρύ σύννεφο από όρνια προχωρούσε αργά στον ουρανό. Το ίδιο και στο νότο, σύμφωνα με τον Τζάιμ· για απόδειξη, ο Πέριν έβλεπε τα όρνια να κάνουν κύκλους στην άλλη μεριά του χωριού. Δεν έφταναν αυτά για να ξεπληρώσει το χαμό της Ντεσέλ, της Αντόρα, του μικρού Πάετ ή... Δεν έφταναν· ποτέ δεν θα έφταναν. Τίποτα δεν θα ξεπλήρωνε το χαμό τους. Αγκάλιασε τη Φάιλε· αρκετά δυνατά για να την κάνει να φωνάξει, όταν όμως προσπάθησε να την αφήσει, εκείνη του έπιασε τα μπράτσα με δύναμη, σφίγγοντας τον γερά για να μην κουνηθεί. Αυτή ήταν αρκετή.
Οι άνθρωποι ξεχύνονταν από το Πεδίο του Έμοντ. Ο Μπραν κούτσαινε και είχε βάλει το δόρυ για μπαστούνι, η Μάριν χαμογελούσε έχοντας το ένα χέρι γύρω από τους ώμους του, την Νταίζε την αγκάλιαζε ο σύζυγός της ο Γουίτ, ο Γκαούλ και η Τσιάντ ήταν πιασμένοι χέρι-χέρι με τα πέπλα κατεβασμένα. Τα αφτιά του Λόιαλ είχαν κρεμάσει από την κούραση και ο Ταμ είχε αίματα στο πρόσωπο, ενώ αν στεκόταν ο Φλαν Λιούιν ήταν επειδή τον κρατούσε η σύζυγός του, η Αντίνε· σχεδόν όλοι ήταν ματωμένοι κι είχαν πρόχειρους επιδέσμους. Αλλά έβγαιναν έξω και μαζεύονταν και πλήθαιναν, κι ήταν ο Έλαμ και ο Νταβ, ο Γιούιν και ο Αραμ, ο Γιούαρντ Κάντγουιν και ο Μπιούελ Ντώτρυ, ο Χιού και ο Ταντ, που ήταν οι σταβλίτες από το Πανδοχείο της Οινοπηγής, ο Μπαν και ο Τελ και οι Σύντροφοι στα άλογα, που είχαν ακόμα εκείνο το λάβαρο. Αυτή τη φορά δεν έβλεπε τα πρόσωπα που έλειπαν, μόνο εκείνα που ήταν ακόμα εκεί. Η Βέριν και η Αλάνα στα άλογά τους, με τον Τόμας και τον Ίχβον καβάλα κοντά τους. Ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ ανέμιζε μια κανάτα, που σίγουρα περιείχε μπύρα, ή ακόμα καλύτερα μπράντυ, και ο Τσεν Μπούι, ροζιασμένος όπως πάντα, αν και μελανιασμένος, και ο Τζιάκ αλ'Σήν με το ένα χέρι γύρω από τη σύζυγό του και τους γιους και τις θυγατέρες του γύρω του, με τους άντρες και τις γυναίκες τους. Ο Ράεν και η Ίλα, ακόμα με τα μωρά στην πλάτη. Κι άλλοι. Πρόσωπα που δεν ήξερε· άντρες που πρέπει να ήταν από το Ντέβεν Ράιντ και τις φάρμες εκεί κάτω. Αγόρια και κορίτσια έτρεχαν ανάμεσά τους, γελώντας.
Απλώθηκαν δεξιά κι αριστερά, σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο μαζί με τους άντρες του Λόφου της Σκοπιάς, με τη Φάιλε και τον Πέριν στο κέντρο. Όλοι απέφευγαν τους Ξέθωρους που πέθαιναν, έκαναν σαν να μην έβλεπαν τους Σκιογέννητους, που κείτονταν παντού, είχαν μάτια μονάχα για το ζευγάρι πάνω στον Γοργοπόδη. Έμειναν σιωπηλοί να τους παρακολουθούν, ώσπου τον Πέριν τον έπιασε νευρικότητα. Γιατί δεν λέει κάποιος κάτι; Γιατί κοιτάνε έτσι;
Εμφανίστηκαν οι Λευκομανδίτες, βγαίνοντας αργά από το χωριό μέσα στη μακριά, αστραφτερή τους φάλαγγα, παραταγμένοι σε τετράδες, με τον Ντάιν Μπόρνχαλντ επικεφαλής μαζί με τον Τζάρετ Μπάυαρ. Όλοι οι λευκοί μανδύες έλαμπαν, σαν να είχαν πλυθεί μόλις τώρα· όλες οι λόγχες έγερναν ακριβώς στην ίδια γωνία. Ακούστηκαν δύσθυμα μουρμουρητά, αλλά ο άνθρωποι παραμέρισαν και τους άφησαν να μπουν στον κύκλο.
Ο Μπόρνχαλντ σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι του, κάνοντας τη φάλαγγα να σταματήσει· όταν τα χαλινάρια και οι σέλες έπαψαν να τρίζουν ο Μπόρνχαλντ γύρισε και αντίκρισε τον Πέριν. «Τέλος, Σκιογέννητε». Το στόμα του Μπάυαρ συσπάστηκε, έτοιμο να γυμνώσει τα δόντια απειλητικά, όμως ο Μπόρνχαλντ δεν άλλαξε έκφραση και η φωνή του δεν υψώθηκε. «Οι Τρόλοκ τελείωσαν. Όπως συμφωνήσαμε, σε συλλαμβάνω ως Σκοτεινόφιλο και δολοφόνο».
«Όχι!» Η Φάιλε γύρισε για να κοιτάξει τον Πέριν θυμωμένη. «Τι εννοείς όπως συμφωνήσατε;»
Τα λόγια της σχεδόν πνίγηκαν μέσα στις κραυγές που ξέσπασαν παντού. «Όχι! Όχι! Δεν θα τον πάρετε!» και «Χρυσομάτη!»