Выбрать главу

Ο Πέριν, με το βλέμμα στον Μπόρνχαλντ, σήκωσε το χέρι· απλώθηκε αργά σιωπή. Όταν όλοι είχαν ησυχάσει, μίλησε. «Είπα ότι δεν θα αντιστεκόμουν, αν βοηθούσατε». Παράξενο που ήταν τόσο ήρεμη η φωνή του· μέσα του θεριεύε ένας αργός, παγερός θυμός. «Αν βοηθούσες, Λευκομανδίτη. Πού ήσουν;» Ο άλλος δεν απάντησε.

Η Νταίζε Κόνγκαρ βγήκε από τον ανθρώπινο κύκλο μαζί με τον Γουίτ, που είχε κολλήσει πάνω της σαν να μην ήθελε να την ξαναφήσει ποτέ του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το δικό της χέρι ήταν απλωμένο γύρω από τους ώμους του Γουίτ με ίδιο τρόπο. Έδιναν μια παράξενη εικόνα, καθώς η Νταίζε κάρφωνε το δικράνι της στο χώμα αποφασιστικά, ένα κεφάλι ψηλότερή του, κρατώντας τον αρκετά πιο μικροκαμωμένο σύζυγό της σαν να ήθελε να τον προστατεύσει. «Βρίσκονταν στο Δημόσιο Λιβάδι», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή, «αραδιασμένοι, καθισμένοι στα άλογά τους, όμορφοι σαν κοπελίτσες έτοιμες για το χορό τη Μέρα του Ήλιου. Δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους. Αυτό μας έκανε να έρθουμε» —θυμωμένα μουρμουρητά, που συμφωνούσαν, σηκώθηκαν σαν κυματάκια από τις γυναίκες― «όταν είδαμε ότι θα σας έπνιγαν, ενώ αυτοί κάθονταν του καλού καιρού!»

Ο Μπόρνχαλντ δεν πήρε το βλέμμα από τα μάτια του Πέριν ούτε για μια στιγμή· δεν ανοιγόκλεινε καν τα μάτια. «Νόμιζες ότι θα σε εμπιστευτώ;» χλεύασε. «Το σχέδιό σου απέτυχε για το μόνο λόγο ότι έφτασαν οι άλλοι —ναι;― και δεν μπορείς να διεκδικήσεις τίποτα από αυτή τη νίκη». Η Φάιλε σάλεψε· ο Πέριν, χωρίς καν να πάρει το βλέμμα από τον άλλο, ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της τη στιγμή που άνοιγε το στόμα. Αυτή του το δάγκωσε —δυνατά― αλλά δεν μίλησε. Η φωνή του Μπόρνχαλντ τελικά δυνάμωσε. «Θα σε δω κρεμασμένο, Σκιογέννητε. Θα κάνω τα πάντα για να σε δω κρεμασμένο! Θα σε δω κρεμασμένο ακόμα κι αν καεί ο κόσμος!» Την τελευταία φράση την κραύγασε. Το σπαθί του Μπάυαρ βγήκε μια πιθαμή από το θηκάρι του, αστράφτοντας· ένας γεροδεμένος Λευκομανδίτης πίσω του —το όνομά του ήταν Φάραν, αν θυμόταν καλά ο Πέριν― ξιφούλκησε κανονικά, μ' ένα ευχαριστημένο χαμόγελο, αντί για τον άγριο μορφασμό του Μπάυαρ.

Πάγωσαν όταν οι φαρέτρες κροτάλισαν από τα βέλη που έβγαιναν και σ' όλο τον κύκλο υψώθηκαν τόξα, τραβήχτηκαν χορδές κι όλες οι αιχμές σημάδεψαν τους Λευκομανδίτες. Στη χοντρή εκείνη φάλαγγα, οι σέλες με τα ψηλά μπροστάρια έτριξαν καθώς οι άντρες σάλευαν ανήσυχα. Ο Μπόρνχαλντ δεν έδειχνε φόβο, ούτε στο βλέμμα, ούτε στην οσμή του· η μυρωδιά του έδειχνε μίσος. Το πυρετώδες βλέμμα του διέτρεξε τους Δυποταμίτες που κύκλωναν τους άντρες του και ξαναγύρισε στον Πέριν, καυτό και γεμάτο μίσος.

Ο Πέριν έκανε νόημα να κατεβάσουν τα τόξα και ο κόσμος χαλάρωσε απρόθυμα τις χορδές, χαμήλωσε λιγάκι τα τόξα. «Δεν θέλησες να βοηθήσεις». Η φωνή του ήταν παγωμένη σαν σίδερο, σκληρή σαν αμόνι. «Από τη στιγμή που ήρθες στους Δύο Ποταμούς, η βοήθεια που πρόσφερες ήταν από σύμπτωση. Δεν σε ένοιαζε αν έκαιγαν τους ανθρώπους, αν τους σκότωναν, αρκεί να έβρισκες κάποιον να κατηγορήσεις για Σκοτεινόφιλο». Ο Μπόρνχαλντ ρίγησε, αν και τα μάτια του έκαιγαν ακόμα. «Είναι καιρός να φεύγεις. Όχι μόνο από το Πεδίο του Έμοντ. Είναι καιρός να μαζέψεις τους Λευκομανδίτες σου και να εγκαταλείψετε τους Δύο Ποταμούς. Τώρα, Μπόρνχαλντ. Φεύγεις τώρα».

«Θα σε δω κρεμασμένο κάποια μέρα», είπε μαλακά ο Μπόρνχαλντ. Κούνησε το χέρι για να τον ακολουθήσει η φάλαγγα και σπιρούνισε το άλογό του προς τα μπρος, σαν να ήθελε να πατήσει τον Πέριν.

Ο Πέριν παραμέρισε με τον Γοργοπόδη· ήθελε να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι, όχι να συνεχιστούν οι σκοτωμοί. Ας έκανε ο άλλος μια τελευταία προκλητική κίνηση.

Ο Μπόρνχαλντ δεν γύρισε το κεφάλι, αλλά ο Μπάυαρ με τα ρουφηγμένα μάγουλα κοίταξε τον Πέριν με βουβό μίσος και ο Φάραν για κάποιο λόγο φάνηκε να τον κοιτάζει σαν να είχε χάσει κάτι. Οι άλλοι είχαν το βλέμμα μπροστά καθώς τους προσπερνούσαν, με τις ιπποσκευές τους να τρίζουν και τις οπλές των αλόγων τους να κροταλίζουν. Σιωπηλά, ο κύκλος άνοιξε για να τους αφήσει να περάσουν και να ξεκινήσουν προς το βορρά.

Μια ομάδα δέκα-δώδεκα αντρών ζύγωσαν πεζοί τον Πέριν, μερικοί φορώντας αταίριαστα κομμάτια και μέρη από παλιές πανοπλίες, χαμογελώντας ανυπόμονα, ενώ οι τελευταίοι Λευκομανδίτες έφευγαν. Δεν αναγνώριζε κανέναν τους. Αρχηγός τους έμοιαζε να είναι ένας με πλατιά μύτη και τραχύ, ηλιοψημένο δέρμα, με γυμνό το ασπρομάλλικο κεφάλι κι ένα σκουριασμένο, αλυσιδωτό θώρακα να τον καλύπτει ως τα γόνατα, ενώ γύρω από το λαιμό του ξεπρόβαλε ο γιακάς του αγροτικού σακακιού του. Υποκλίθηκε αδέξια πάνω από το τόξο του. «Είμαι ο Τζέριβαρ Μπαρστίρ, Άρχοντα Πέριν. Με φωνάζουν Τζερ». Μιλούσε βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως τον διακόψουν. «Να με συμπαθάς που σε ενοχλώ. Μερικοί λέμε να ξεπροβοδίσουμε τους Λευκομανδίτες, αν δεν σε πειράζει. Πολλοί θέλουν να γυρίσουμε σπίτια μας, αν και δεν θα φτάσουμε πριν νυχτώσει. Είναι άλλοι τόσοι Λευκομανδίτες στο Λόφο της Σκοπιάς, αλλά δεν ήθελαν να έρθουν. Είχαν διαταγές να φυλάξουν το μέρος, είπαν. Είναι όλοι βλάκες, αν θέλεις τη γνώμη μου, και βαρεθήκαμε να τους έχουμε μέσα στα πόδια μας, βαρεθήκαμε να χώνουν τη μύτη τους στα σπίτια του κόσμου και να σε βάζουν να κατηγορήσεις το γείτονά σου. Θα τους ξεπροβοδίσουμε, αν δεν σε πειράζει». Κοίταξε ταπεινά τη Φάιλε και ένευσε, αλλά το ποτάμι των λέξεων δεν στέρεψε. «Συμπάθα με, Αρχόντισσα Φάιλε. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω εσένα και τον Άρχοντά σου. Ήθελα μόνο να του πω ότι είμαστε μαζί του. Έχεις καλή γυναίκα, Άρχοντα μου. Καλή γυναίκα. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, Αρχόντισσά μου. Τέλος πάντων, ο ήλιος ακόμα είναι ψηλά και με λόγια δεν κουρεύεις πρόβατα. Με συγχωρείς που σε ενόχλησα, Άρχοντα Πέριν. Με συγχωρείς, Αρχόντισσα Φάιλε». Υποκλίθηκε ξανά, τον μιμήθηκαν οι υπόλοιποι και μετά έφυγαν βιαστικά. «Δεν είναι ώρα να ενοχλούμε τον Άρχοντα και την Αρχόντισσα. Έχουν κι άλλες δουλειές να κάνουν», μουρμούριζε καθώς έσπρωχνε τους άντρες του.