Выбрать главу

«Ποιος ήταν αυτός;» είπε ο Πέριν αποσβολωμένος από το χείμαρρο των λόγων του· η Νταίζε και ο Τσεν μαζί δεν έλεγαν τόσα. «Τον ξέρεις, Φάιλε; Από το Λόφο της Σκοπιάς;»

«Ο αφέντης Μπαρστίρ είναι ο δήμαρχος του Λόφου της Σκοπιάς και οι άλλοι είναι το Συμβούλιο του Χωριού. Ο Κύκλος των Γυναικών το Λόφου της Σκοπιάς θα στείλει αντιπροσωπεία με επικεφαλής τη Σοφία τους, όταν σιγουρευτούν ότι είναι ασφαλές. Λένε ότι θέλουν να δουν αν αυτός ο “Άρχοντας Πέριν” είναι κατάλληλος για τους Δύο Ποταμούς, όμως όλες ήθελαν να τους δείξω πώς κλίνουμε το γόνυ σε σένα, ενώ η Σοφία, η Εντέλ Γκαέλιν, θα σου φέρει τάρτες με ξεραμένο μήλο».

«Ωχ, που να καώ!» είπε αυτός απαλά. Το πράγμα εξαπλωνόταν. Ήξερε ότι έπρεπε να το έχει καταπνίξει από την αρχή. «Μη με λέτε έτσι!» φώναξε στους άντρες που έφευγαν. «Είμαι σιδεράς! Μ' ακούσατε; Σιδεράς!» Ο Τζερ Μπαρστίρ γύρισε να του κουνήσει το χέρι και να νεύσει, πριν συνεχίσει να σπρώχνει τους ανθρώπους του.

Χασκογελώντας, η Φάιλε του τράβηξε τη γενειάδα. «Είσαι τόσο γλυκός κι ανόητος, Άρχοντα Σιδερά μου. Τώρα είναι πολύ αργά για να κάνεις πίσω». Ξαφνικά, το χαμόγελό της έγινε ζαβολιάρικο. «Σύζυγέ μου, υπάρχει πιθανότητα να μείνεις μόνος με τη σύζυγό σου τώρα σύντομα; Ο γάμος μ' έχει κάνει τολμηρή σαν Ντομανή! Ξέρω ότι θα είσαι κουρασμένος, αλλά —» Σταμάτησε απότομα με μια μικρή τσιρίδα και τον έπιασε από το σακάκι, καθώς αυτός σπιρούνιζε τον Γοργοπόδη για να καλπάσει προς το Πανδοχείο της Οινοπηγής. Αυτή τη φορά οι ζητωκραυγές που τον ακολούθησαν δεν τον ενόχλησαν καθόλου.

«Χρυσομάτη! Άρχοντα Πέριν! Χρυσομάτη!»

Από το χοντρό κλαρί μιας πυκνόφυλλης βελανιδιάς, στην άκρη του Δυτικού Δάσους, ο Ορντήθ κοίταζε το Πεδίο του Έμοντ, που ήταν ένα μίλι προς το νότο. Ήταν αδύνατον. Ρήμαξέ τους. Γδάρε τους. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Ακόμα και τον Ίσαμ είχε κοροϊδέψει. Γιατί ο ανόητος σταμάτησε να φέρνει Τρόλοκ; Έπρεπε να έχει φέρει αρκετούς για να γίνουν οι Δύο Ποταμοί κατάμαυροι! Αφρισμένα σάλια κυλούσαν από τα χείλη του, αλλά δεν το πρόσεξε, όπως και δεν πρόσεξε το χέρι του, που ψηλαφούσε τη ζώνη του. Κάνε τους να τρέχουν, μέχρι να σκάσουν οι καρδιές τους. Χώσε τους στο χώμα ενώ ουρλιάζουν! Τα είχε σχεδιάσει όλα για να παρασύρει εδώ τον Ραντ αλ'Θόρ και να η κατάληξη! Οι Δύο Ποταμοί δεν είχαν πάθει ούτε γρατσουνιά. Δεν είχαν σημασία τα λίγα αγροκτήματα που είχαν καεί, ούτε οι λίγοι αγρότες που είχαν σφαχτεί για το τσουκάλι των Τρόλοκ. Θέλω να καούν οι Δύο Ποταμοί, να καούν, έτσι που η φωτιά να ζει στις μνήμες των ανθρώπων για χίλια χρόνια!

Εξέτασε το λάβαρο που ανέμιζε πάνω από το χωριό, καθώς και το άλλο, που δεν ήταν και πολύ μακριά πιο κάτω του. Κόκκινη λυκοκεφαλή σε λευκό φόντο με κόκκινη μπορντούρα, κι ένας κόκκινος αετός. Κόκκινο για το αίμα που έπρεπε να χύσουν οι Δύο Ποταμοί για να κάνουν τον Ραντ αλ'Θόρ να ουρλιάξει. Η Μανέθερεν. Ήθελαν να κάνουν το λάβαρο της Μανέθερεν. Άρα κάποιος τους είχε πει για τη Μανέθερεν, έτσι δεν είναι; Τι ήξεραν αυτοί οι ανόητοι για τις δόξες της Μανέθερεν; Η Μανέθερεν. Ναι. Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι για να τους ρημάξει. Γέλασε τόσο δυνατά, που παραλίγο να πέσει από τη βελανιδιά· μετά κατάλαβε ότι δεν πιανόταν και με τα δύο χέρια, αφού το ένα έσφιγγε τη ζώνη του, εκεί που έπρεπε να υπάρχει ένα εγχειρίδιο. Το γέλιο έγινε άγριος μορφασμός, καθώς κοίταζε το χέρι του. Ο Λευκός Πύργος κρατούσε αυτό που του είχαν κλέψει. Αυτό που ήταν δικό του με δικαίωμα αρχαίο, σαν τους Πολέμους των Τρόλοκ.