Πήδηξε από το κλαρί στο έδαφος και ανέβηκε στο άλογο πριν κοιτάξει τους συντρόφους του. Τα κυνηγόσκυλά του. Οι περίπου τριάντα Λευκομανδίτες που είχαν απομείνει δεν φορούσαν πια τους λευκούς μανδύες τους, φυσικά. Η σκουριά κηλίδωνε τα θαμπά ελάσματα και τα αλυσιδωτά γιλέκα, και ο Μπόρνχαλντ δεν θα αναγνώριζε εκείνα τα βλοσυρά, καχύποπτα πρόσωπα, τα βρώμικα κι αξύριστα. Παρακολουθούσαν τον Ορντήθ, δύσπιστα αλλά φοβισμένα, χωρίς να ρίχνουν ούτε μια ματιά στον Μυρντράαλ ανάμεσά τους, που το άσπρο σαν σκουλήκι, ανόφθαλμο πρόσωπό του ήταν σκοτεινό και παγωμένο σαν τα δικά τους. Ο Ημιάνθρωπος φοβόταν μήπως τον έβρισκε ο Ίσαμ· ο Ίσαμ δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος όταν η επιδρομή στο Τάρεν Φέρυ είχε αφήσει τόσους να ξεφύγουν, ώστε να μεταφέρουν την είδηση αυτών που συνέβαιναν στους Δύο Ποταμούς. Ο Ορντήθ χαχάνισε όταν σκέφτηκε τον Ίσαμ ενοχλημένο. Αυτός ο άντρας αποτελούσε ένα πρόβλημα το οποίο θα αντιμετώπιζε κάποια άλλη φορά, αν ζούσε ακόμα.
«Πάμε στην Ταρ Βάλον», είπε κοφτά. Θα έκαναν γρήγορα, για να προλάβουν τον Μπόρνχαλντ πριν από το πέραμα. Το λάβαρο της Μανέθερεν, υψωμένο πάλι στους Δύο Ποταμούς ύστερα από τόσους αιώνες. Πόσο τον είχε κατατρέξει ο Κόκκινος Αετός, πριν από πάρα πολύ καιρό. «Μα πρώτα στο Κάεμλυν!» Ρήμαξέ τους και γδάρε τους! Πρώτα να πληρώσουν οι Δύο Ποταμοί, μετά ο Ραντ αλ'Θόρ και μετά...
Γελώντας, άρχισε να καλπάζει προς το βορρά μέσα στο δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω για να δει αν τον ακολουθούσαν οι άλλοι. Θα τον ακολουθούσαν. Τώρα δεν είχαν πού αλλού να πάνε.
57
Ένα Τσάκισμα Στην Τρίπτυχη Γη
Ο πύρινος, απογευματινός ήλιος έψηνε την Ερημιά και άπλωνε σκιές στα βορινά βουνά, που τώρα πρόβαλλαν μπροστά τους. Τα ξερά υψώματα περνούσαν κάτω από τις οπλές του Τζήντ'εν, ψηλά και χαμηλά, σαν φουσκωμένα κύματα σ' έναν ωκεανό από πηλό, μίλια απ' αυτούς, που έμεναν να κυματίζουν πίσω τους. Τα βουνά είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα του Ραντ από τη στιγμή που τα είχε πρωτοδεί την προηγούμενη μέρα, χωρίς πάγους στις κορυφές, όχι ψηλά όσο τα Όρη της Ομίχλης, πολύ κοντύτερα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, αλλά τραχιά, οδοντωτά τρίμματα καφεγκρίζων βράχων, που σε μερικά σημεία είχαν κίτρινες ή κόκκινες πινελιές, ή ζώνες από ψήγματα που λαμπύριζαν, σωριασμένα έτσι που θα προτιμούσε κανείς να περάσει πεζός το Δρακότειχος πρώτα. Αναστέναξε, βολεύτηκε στη σέλα του και ευθυγράμμισε το σούφα που φορούσε με το κόκκινο σακάκι του. Σε εκείνα τα βουνά ήταν το Άλκαιρ Νταλ. Σύντομα θα υπήρχε ένα είδος τέλους, ή κάποια αρχή. Μπορεί και τα δύο. Σύντομα, ίσως.
Η Αντελίν με τα κατάξανθα μαλλιά βάδιζε άνετα μπροστά στο σταχτή, πιτσιλωτό επιβήτορα, ενώ άλλες εννιά ηλιοκαμένες Φαρ Ντάραϊς Μάι σχημάτιζαν ένα πλατύ δαχτυλίδι γύρω του, με μικρές, στρογγυλές ασπίδες και δόρατα στα χέρια, τόξα σε θήκες στην πλάτη και μαύρα πέπλα, που κρέμονταν στο στήθος έτοιμα να υψωθούν. Η τιμητική φρουρά του Ραντ. Οι Αελίτες δεν την ονόμαζαν έτσι, αλλά οι Κόρες έρχονταν στο Άλκαιρ Νταλ προς τιμή του Ραντ. Ήταν πάρα πολλές οι διαφορές και τις μισές δεν τις καταλάβαινε, ακόμα και βλέποντάς τες.
Για παράδειγμα, η συμπεριφορά της Αβιέντα προς τις Κόρες και η συμπεριφορά εκείνων προς αυτήν. Τις περισσότερες ώρες, όπως τώρα, περπατούσε πλάι στο άλογό του με τα χέρια σταυρωμένα στην εσάρπα της, που κρεμόταν από τους ώμους· τα πράσινα μάτια της, κάτω από τη σκούρα μαντίλα στο κεφάλι, ήταν προσηλωμένα στα βουνά μπροστά και σπανίως αντάλλαζε πάνω από μια-δυο λέξεις με τις Κόρες, αλλά δεν ήταν αυτό το παράξενο. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα· αυτή ήταν η καρδιά του μυστηρίου. Οι Κόρες ήξεραν ότι φορούσε το φιλντισένιο βραχιόλι, αλλά προσποιούνταν ότι δεν το έβλεπαν· εκείνη, από την άλλη, δεν το έβγαζε, αλλά έκρυβε τον καρπό της όποτε νόμιζε ότι την κοίταζαν.
Δεν έχεις κοινωνία, του είχε πει η Αντελίν, όταν είχε πει ότι θα μπορούσαν να του προμηθεύσουν συνοδεία κάποιοι άλλοι, όχι οι Κόρες του Δόρατος. Κάθε αρχηγός, είτε φατρίας, είτε φυλής, θα συνοδεύονταν από άντρες της κοινωνίας στην οποία ανήκε πριν γίνει αρχηγός. Δεν έχεις κοινωνία, αλλά η μητέρα σον ήταν Κόρη. Η κατάξανθη γυναίκα και οι άλλες εννέα δεν είχαν κοιτάξει την Αβιέντα, που στεκόταν λίγο πιο πέρα στον προθάλαμο της στέγης της Λίαν· είχαν προσέξει πολύ μην τυχόν και την κοιτάξουν. Για αναρίθμητα χρόνια, οι Κόρες που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το δόρυ έδιναν τα μωρά τους στις Σοφές, για να τα δώσουν σε άλλες γυναίκες, και καμία τους δεν ήξερε σε ποια χέρια θα κατέληγε το μωρό, ούτε καν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Τώρα ο γιος μιας Κόρης ξανάρθε σε μας και τον γνωρίζουμε. Θα πάμε στο Άλκαιρ Νταλ για την τιμή σον, γιε της Σάελ, που ήταν Κόρη τον Τσουμάι Τάαρνταντ. Το πρόσωπό της έδειχνε τόση αποφασιστικότητα —όλων τα πρόσωπα έτσι ήταν, και της Αβιέντα― που του φάνηκε ότι, αν αρνιόταν, θα του πρότειναν να χορέψουν τα δόρατα.