Выбрать главу

Όταν δέχτηκε, τον έβαλαν πάλι να ξανακάνει την τελετή εκείνη με το «να θυμάσαι την τιμή», αυτή τη φορά με ένα ποτό που λεγόταν ουσκουάι, φτιαγμένο από ζεμάι, και να το πει μονορούφι από ένα μικρό, ασημένιο κύπελλο με την καθεμιά τους. Δέκα Κόρες· δέκα μικρά κύπελλα. Το ποτό αυτό έμοιαζε με ανοιχτό καφετί νερό και είχε γεύση αντίστοιχη ― και ήταν δυνατότερο από μπράντυ διπλής απόσταξης. Ύστερα δεν μπορούσε να περπατήσει ίσια και τον είχαν πάει στο κρεβάτι, γελώντας μαζί του, όσο κι αν διαμαρτυρόταν― με αδύναμες διαμαρτυρίες βέβαια, μιας και τον γαργαλούσαν τόσο, που από τα γέλια του είχε κοπεί η ανάσα. Όλες εκτός από την Αβιέντα. Όχι ότι αυτή είχε φύγει· είχε μείνει και τα παρακολουθούσε όλα με πρόσωπο ανέκφραστο, σαν πέτρα. Όταν η Αντελίν και οι άλλες τελικά τον σκέπασαν με τις κουβέρτες του και έφυγαν, η Αβιέντα κάθισε πλάι στην πόρτα, άπλωσε τα σκούρα, βαριά φουστάνια της και τον παρακολουθούσε ανέκφραστα, ώσπου ο Ραντ αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, η Αβιέντα ήταν ακόμα εκεί, ακόμα τον παρακολουθούσε, και αρνιόταν να μιλήσει για τις Κόρες, για το ουσκουάι ή για ό,τι σχετικό· γι' αυτήν, ήταν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ όλα αυτά. Δεν ήξερε αν οι Κόρες θα ήταν εξίσου διακριτικές· πώς μπορούσες να κοιτάξεις δέκα γυναίκες κατάματα και να τις ρωτήσεις γιατί σε είχαν μεθύσει, σου είχαν βγάλει παίζοντας τα ρούχα και σε είχαν βάλει στο κρεβάτι;

Τόσο πολλές διαφορές και τόσο λίγες αυτές που έβγαζαν νόημα, που δεν ήξερε ποια θα μπορούσε να του γίνει εμπόδιο και να του καταστρέψει τα σχέδια. Αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Τώρα είχε γίνει. Και ποιος μπορεί να πει τι μέλλεται ακόμα;

Αρκετά πίσω του ακολουθούσε το Τάαρνταντ. Δεν ήταν μόνο οι Εννέα Κοιλάδες του Τάαρνταντ και το Τζίντο, αλλά και το Μαϊάντι και οι Τέσσερις Πέτρες, το Τσουμάι και το Ματωμένο Νερό, καθώς και άλλες, πλατιές φάλαγγες, που κύκλωναν τις αργές άμαξες των πραματευτών, την ομάδα των Σοφών κι έφταναν ως δύο μίλια πίσω, μέσα στην τρεμουλιαστή αχλύ του λιοπυριού, με ανιχνευτές και δρομείς ολόγυρα. Κάθε μέρα έρχονταν κι άλλοι, ανταποκρινόμενοι στους δρομείς που είχε στείλει ο Ρούαρκ την πρώτη μέρα, εκατό άντρες και Κόρες εδώ, τριακόσιοι εκεί, πεντακόσιοι αλλού, ανάλογα με το μέγεθος κάθε φυλής και με τι χρειαζόταν να έχει μαζί του κάθε φρούριο για ασφάλεια.

Στο βάθος, προς το νότο και τα δυτικά, άλλη μια ομάδα πλησίαζε τρέχοντας, ενώ η σκόνη τους ακολουθούσε κατά πόδας· ίσως ανήκαν σε κάποια άλλη φατρία που όδευε προς το Άλκαιρ Νταλ, αλλά ο Ραντ δεν το νόμιζε. Προς το παρόν εκπροσωπούνταν μόνο τα δύο τρίτα των φυλών, αλλά υπολόγιζε ότι υπήρχαν πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες Αελίτες του Τάαρνταντ απλωμένοι πίσω του. Ένας προελαύνων στρατός, που ακόμα μεγάλωνε. Σχεδόν μια ολόκληρη φατρία, που ερχόταν σε μια συνάντηση αρχηγών, κατά παράβαση παντός εθίμου.

Ξαφνικά, ο Τζήντ'εν πέρασε ένα υψωματάκι και εκεί, σε ένα μακρύ, πλατύ κοίλωμα πιο κάτω, είδε το πανηγύρι που γινόταν μαζί με τη συνάντηση. Οι καταυλισμοί των αρχηγών φυλής και των αρχηγών φατρίας που είχαν ήδη φτάσει εκτείνονταν μέχρι τους λόφους παραπέρα.

Απλωμένα ανάμεσα στις διακόσιες ή τριακόσιες χαμηλές σκηνές, που ήταν αραιά στημένες μεταξύ τους, υπήρχαν τέντες από το ίδιο γκρίζο και καφετί υλικό, οι οποίες είχαν αρκετό ύψος για να μπορεί κάποιος να σταθεί μέσα, με αγαθά που εκτίθονταν σε κουβέρτες ― λαμπερά, βερνικωμένα κεραμικά, ακόμα πιο λαμπερά χαλιά, κοσμήματα από ασήμι και χρυσό. Τα περισσότερα ήταν Αελίτικης τεχνοτροπίας, αλλά θα υπήρχαν και πράγματα από πέρα από την Ερημιά, ίσως μεταξωτά και φίλντισι από μακριά, στα ανατολικά. Κανένας δεν φαινόταν να αγοράζει ή να πουλάει· οι λίγοι άντρες και γυναίκες που φαίνονταν, κάθονταν στις τέντες, συνήθως μόνοι.

Από τους πέντε καταυλισμούς, που ήταν σκορπισμένα στα υψώματα γύρω από το πανηγύρι, οι τέσσερις έμοιαζαν άδειοι και μόνο μερικές δεκάδες άντρες ή Κόρες τριγυρνούσαν ανάμεσα σε σκηνές στημένες για χιλιάδες. Ο πέμπτος καταυλισμός κάλυπτε διπλάσιο χώρο από κάθε άλλο και φαίνονταν να υπάρχουν εκεί εκατοντάδες άνθρωποι, ενώ άλλοι τόσοι πρέπει να ήταν μέσα στις σκηνές.

Ο Ρούαρκ ανέβηκε στο λόφο πίσω από τον Ραντ με τους δέκα Άεθαν Ντορ του, τις Κόκκινες Ασπίδες, ακολουθούμενος από τον Χάιρν με δέκα Τάεν Σάρι, Αληθινό Αίμα, και σαράντα-τόσους ακόμα αρχηγούς φυλής με τους συνοδούς της τιμής τους, που όλοι κρατούσαν δόρατα και μικρές, στρογγυλές ασπίδες, τόξα και φαρέτρες. Αποτελούσαν μια επίφοβη δύναμη κι ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχαν αλώσει την Πέτρα του Δακρύου. Μερικοί Αελίτες από τους καταυλισμούς και τις τέντες κοίταζαν την κορυφή του λόφου. Ο Ραντ υποψιαζόταν ότι δεν κοίταζαν τους Αελίτες που βρίσκονταν εκεί πάνω. Κοίταζαν τον ίδιο· έναν άντρα καβάλα σε άλογο. Κάτι που έβλεπες πολύ σπάνια στην Τρίπτυχη Γη. Είχε κι άλλα να τους δείξει.