Η Μελαίν έπιασε την εσάρπα της κάτω από το σαγόνι της, κοιτώντας ίσια τον Ραντ. Παρ' όλο που η Σοφή μπορεί να μη συμφωνούσε με τη Μουαραίν, ίσως ένιωθε καχυποψία για το τι θα έκανε ο Ραντ. Ο ίδιος ελάχιστα είχε κοιμηθεί από τότε που είχαν φύγει από την Κρυόπετρα· αν είχαν κρυφοκοιτάξει στα όνειρά του, θα είχαν δει μόνο εφιάλτες.
«Πρόσεχε, Ραντ αλ'Θόρ», είπε η Μπάιρ σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Ο κουρασμένος κάνει λάθη. Σήμερα δεν έχεις περιθώριο για λάθη». Κατέβασε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της και η λεπτή φωνή της πήρε ένα σχεδόν θυμωμένο τόνο. «Εμείς δεν έχουμε περιθώριο να κάνεις λάθη. Το Άελ δεν έχει περιθώριο να κάνεις λάθη».
Οι καινούριοι αναβάτες που είχαν ανέβει στην κορφή του λόφου ξανατράβηξαν τα βλέμματα πάνω τους. Ανάμεσα στις τέντες, αρκετές εκατοντάδες Αελίτες, άντρες που φορούσαν καντιν'σόρ και μακρυμάλλες γυναίκες με φούστες, μπλούζες και εσάρπες, είχαν σχηματίσει ένα πλήθος που παρατηρούσε. Η προσοχή του πλήθους στράφηκε αλλού, όταν στα δεξιά εμφανίστηκε η λευκή άμαξα του Καντίρ πίσω από τα μουλάρια του, με το σωματώδη πραματευτή να φορά κιτρινωπό σακάκι καθισμένος στη θέση του οδηγού και την Ισέντρε λευκοντυμένη στα μετάξια, να κρατά ένα ασορτί παρασόλι. Ακολούθησε η άμαξα της Κάιλι, με τον Νατάελ να κρατά τα χαλινάρια στο πλευρό της, μετά οι άμαξες με τις μουσαμαδένιες οροφές και τελικά οι τρεις μεγάλες υδροφόρες άμαξες, σαν πελώρια βαρέλια πάνω σε ρόδες, που τις έσερναν μουλάρια σε μακριές γραμμές. Κοίταξαν τον Ραντ καθώς οι άμαξες αγκομαχούσαν περνώντας δίπλα του, με τους άξονες που ήθελαν λάδωμα να τσιρίζουν, και μετά κοίταξαν τον Καντίρ και την Ισέντρε, τον Νατάελ με τον μπαλωμένο μανδύα βάρδου του και τον όγκο της Κάιλι, που ήταν χωμένος σε χιονάτα λευκά φορέματα, με μια λευκή, δαντελωτή εσάρπα στερεωμένη στις φιλντισένιες χτένες της. Ο Ραντ χάιδεψε τον Τζήντ'εν, που κύρτωνε το λαιμό του. Από το πανηγύρι εκεί κάτω ξεχύθηκαν άντρες και γυναίκες για να ανταμώσουν τις άμαξες που πλησίαζαν. Οι Σάιντο περίμεναν. Σύντομα θα γινόταν.
Η Εγκουέν πλησίασε με την γκρίζα φοράδα της τον Τζήντ'εν· ο σταχτής, πιτσιλωτός επιβήτορας κόλλησε τη μουσούδα του στην Ομίχλη κι εκείνη του το ανταπέδωσε δαγκώνοντάς τον. «Ραντ, δεν μου έδωσες την ευκαιρία να σου μιλήσω μετά την Κρυόπετρα». Αυτός δεν είπε τίποτα· τώρα η Εγκουέν ήταν Άες Σεντάι, κι όχι μόνο επειδή αυτοαποκαλούνταν έτσι. Αναρωτήθηκε αν κι αυτή κατασκόπευε τα όνειρά του. Το πρόσωπό της ήταν τραβηγμένο, τα μαύρα μάτια της κουρασμένα. «Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου, Ραντ. Δεν πολεμάς μονάχος. Κι άλλοι δίνουν μάχες για σένα».
Αυτός έσμιξε τα φρύδια και προσπάθησε να μην την κοιτάξει. Η πρώτη του σκέψη ήταν για το Πεδίο του Έμοντ και τον Πέριν, αλλά δεν ήξερε πώς είχε μάθει αυτή το μέρος που είχε πάει ο Πέριν. «Τι εννοείς;» της είπε τελικά.
«Πολεμώ για σένα», είπε η Μουαραίν, πριν η Εγκουέν προλάβει να ανοίξει το στόμα, «όπως και η Εγκουέν». Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν μια αστραπιαία ματιά. «Υπάρχουν άνθρωποι που πολεμούν για σένα και δεν το ξέρουν, όπως κι εσύ δεν ξέρεις αυτούς. Δεν συνειδητοποιείς τι σημαίνει να αλλάζεις βίαια τη μορφή της Δαντέλας της Εποχής, έτσι δεν είναι; Οι επιπτώσεις των πράξεών σου, οι επιπτώσεις της ίδιας σου της ύπαρξης, μοιάζουν με κυματάκια στο νερό, απλώνονται στο Σχήμα και αλλάζουν την ύφανση σε νήματα ζωών τις οποίες δεν θα αντιληφθείς ποτέ. Η μάχη δεν είναι μόνο δική σου, κάθε άλλο. Αλλά στέκεις στην καρδιά αυτού του ιστού στο Σχήμα. Αν αποτύχεις και γκρεμιστείς, θα γκρεμιστούν τα πάντα. Αφού δεν μπορώ να έρθω μαζί σου στο Άλκαιρ Νταλ, άσε τον Λαν να σε συνοδεύσει. Δυο μάτια ακόμα να σου φυλούν τα νώτα». Ο Πρόμαχος γύρισε λιγάκι προς το μέρος της πάνω στη σέλα του, κοιτώντας τη με σμιγμένα φρύδια· με τους Σάιντο να φοράνε τα πέπλα έτοιμοι για σκοτωμό, δεν ήθελε να την αφήσει μόνη.
Ο Ραντ σκέφτηκε ότι τη ματιά που είχαν ανταλλάξει η Μουαραίν και η Εγκουέν δεν θα ήθελαν να την έχει δει. Του κρατούσαν, λοιπόν, κάτι μυστικό. Η Εγκουέν είχε πράγματι τα μάτια των Άες Σεντάι, σκοτεινά και αινιγματικά. Η Αβιέντα και οι Κόρες είχαν ξανάρθει κοντά του. «Ας μείνει μαζί σου ο Λαν, Μουαραίν. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι έχουν την τιμή μου». Το στόμα της Μουαραίν σφίχτηκε στις άκρες, αλλά απ' ό,τι φαινόταν, αυτό ήταν το σωστό που έπρεπε να πουν οι Κόρες. Η Αντελίν και οι άλλες χαμογέλασαν πλατιά.