Выбрать главу

Πιο κάτω, οι Αελίτες είχαν μαζευτεί γύρω από τους αμαξάδες καθώς ξέζευαν τα μουλάρια. Δεν πρόσεχαν όλοι τους Αελίτες. Η Κάιλι και η Ισέντρε στέκονταν πλάι στις άμαξες τους και άλληλα κοιτάζονταν, με τον Νατάελ να μιλάει γοργά στη μια γυναίκα, τον Καντίρ στην άλλη, ώσπου τελικά σταμάτησαν τη μονομαχία των βλεμμάτων. Εδώ και λίγο καιρό οι γυναίκες αυτές έτσι έκαναν. Αν ήταν άντρες, ο Ραντ θα περίμενε να έχουν πιαστεί στα χέρια εδώ και καιρό.

«Να είσαι σε επιφυλακή, Εγκουέν», είπε ο Ραντ. «Όλοι σας να είστε σε επιφυλακή».

«Ακόμα και οι Σάιντο δεν θα ενοχλήσουν τις Άες Σεντάι», του είπε η Αμυς, «όπως δεν θα ενοχλήσουν την Μπάιρ, τη Μελαίν ή εμένα. Κάποια πράγματα είναι τόσο ποταπά, που δεν τα κάνουν ούτε και οι Σάιντο».

«Μόνο να είστε σε επιφυλακή!» Δεν ήθελε να μιλήσει τόσο απότομα. Ακόμα και ο Ρούαρκ τον κοίταζε παραξενεμένος. Δεν καταλάβαιναν και δεν τολμούσε να τους το πει. Ακόμα. Τίνος η παγίδα θα έκλεινε πρώτη; Έπρεπε να διακινδυνεύσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κι αυτούς.

«Τι λες για μένα, Ραντ;» είπε ξαφνικά ο Ματ, κυλώντας ένα χρυσό νόμισμα στα δάχτυλα του χεριού του, σαν να το έκανε ασυναίσθητα. «Έχεις αντίρρηση να έρθω μαζί σου;»

«Θέλεις να έρθεις; Νόμιζα ότι θα έμενες με τους πραματευτές».

Ο Ματ κοίταξε κατσουφιασμένος τις άμαξες εκεί κάτω κι ύστερα τους Σάιντο, που ήταν παραταγμένοι μπροστά στο άνοιγμα του βουνού. «Νομίζω ότι δεν θα βγω εύκολα από δω αν σκοτωθείς. Που να καώ, θα με αφήσεις στο τσουκάλι, είτε με τον έναν τρόπο, είτε... Ντοβιένυα», μουρμούρισε —ο Ραντ τον είχε ακούσει να το λέει και άλλοτε· ο Λαν είχε πει ότι σήμαινε «τύχη» στην Παλιά Γλώσσα — και πέταξε ψηλά το χρυσό νόμισμα, που στριφογύρισε στον αέρα. Όταν έκανε να το ξαναπιάσει, αυτό χτύπησε στα ακροδάχτυλά του και έπεσε στο έδαφος. Με κάποιον απίστευτο τρόπο το νόμισμα ισορρόπησε όρθιο, κύλησε στην κατηφοριά, αναπηδώντας στις ρωγμές του ψημένου πηλού, λαμπυρίζοντας στο φως του ήλιου, ως κάτω, στις άμαξες, όπου τελικά έπεσε. «Που να καώ, Ραντ», μούγκρισε, «μακάρι να μην έκανες τέτοια πράγματα!»

Η Ισέντρε έπιασε το νόμισμα και άρχισε να το τρίβει, κοιτώντας την κορυφή του λόφου. Κι άλλοι κοίταζαν· ο Καντίρ, η Κάιλι και ο Νατάελ.

«Μπορείς να έρθεις», είπε ο Ραντ. «Ρούαρκ, δεν είναι ώρα;»

Ο αρχηγός φατρίας κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Ναι. Είναι σχεδόν...» Πίσω του οι αυλοί άρχισαν να παίζουν ένα αργό, χορευτικό σκοπό. «Τώρα».

Ένα τραγούδι υψώθηκε μαζί με τους αυλούς. Τα αγόρια των Αελιτών έπαυαν να τραγουδούν όταν γίνονταν άντρες, με εξαίρεση ορισμένες περιστάσεις. Όταν ένας Αελίτης έπιανε το δόρυ, από κει και μετά τραγουδούσε μόνο τραγούδια μάχης και μοιρολόγια για τους νεκρούς. Στην αρμονία των φωνών ακούγονταν σίγουρα και Αελίτισσες να τραγουδούν, όμως οι βαθιές, ανδρικές φωνές τις έπνιγαν.

«Πλύνετε τα δόρατα ― όσο ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά. Πλύνετε τα δόρατα ― όσο ο ήλιος πέφτει χαμηλά».

Μισό μίλι δεξιά κι αριστερά φάνηκε το Τάαρνταντ και οι άντρες έτρεχαν με το ρυθμό του τραγουδιού σε δύο πλατιές φάλαγγες, με τα δόρατα έτοιμα, τα πρόσωπα σκεπασμένα με πέπλα· έμοιαζαν σαν να ήταν ατέλειωτες φάλαγγες που κυλούσαν προς τα βουνά.

«Πλύνετε τα δόρατα ― Ποιος φοβάται να πεθάνει; Πλύνετε τα δόρατα — Δεν ξέρω κανέναν!»

Στα στρατόπεδα των φατριών και στο πανηγύρι, οι Αελίτες έχασκαν κατάπληκτοι· κάτι στον τρόπο που στέκονταν έλεγε στον Ραντ ότι είχαν μείνει σιωπηλοί. Μερικοί αμαξάδες έμοιαζαν αποσβολωμένοι· άλλοι άφησαν ελεύθερα τα μουλάρια και βούτηξαν κάτω από τις άμαξες. Η Κάιλι και η Ισέντρε, ο Καντίρ και ο Νατάελ κοίταζαν τον Ραντ.

«Πλύνετε τα δόρατα ― όσο κρατά η ζωή. Πλύνετε τα δόρατα — ως να τελειώσει η ζωή Πλύνετε τα δόρατα...»

«Πάμε;» Δεν περίμενε το νεύμα του Ρούαρκ για να σπιρουνίσει τον Τζήντ'εν, βάζοντάς τον να κατέβει το λόφο χωρίς να τρέχει, ενώ η Αντελίν και οι άλλες Κόρες μαζεύονταν γύρω του. Ο Ματ κοντοστάθηκε μια στιγμή πριν κλωτσήσει τον Πιπς για να τους ακολουθήσει, αλλά ο Ρούαρκ και οι αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ, καθένας με τους δέκα του, ξεκίνησαν μαζί με το σταχτί, πιτσιλωτό άλογο. Μια φορά, στα μισά του δρόμου ως τις σκηνές του πανηγυριού, ο Ραντ γύρισε και κοίταξε την κορυφή του λόφου. Η Μουαραίν και η Εγκουέν κάθονταν στα άλογά τους μαζί με τον Λαν. Η Αβιέντα στεκόταν μαζί με τις τρεις Σοφές. Όλες τον κοίταζαν. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να μη σε παρακολουθούν.

Καθώς περνούσε δίπλα από το πανηγύρι μια αντιπροσωπεία βγήκε από κει, δέκα-δώδεκα γυναίκες με φούστες, μπλούζες, πολύ χρυσό, ασήμι και φίλντισι, κι άλλοι τόσοι άντρες, με τα γκρίζα και τα καφετιά του καντιν'σόρ, αλλά άοπλοι, εκτός από το μαχαίρι που είχε καθένας στη ζώνη του, που τα περισσότερα ήταν μικρότερα από το δόρυ με τη βαριά λεπίδα που κρατούσε ο Ρούαρκ. Πάντως η θέση που πήραν ανάγκασε τον Ραντ και τους άλλους να σταματήσουν· έδειξαν να μη δίνουν σημασία στους Τάαρνταντ, που χύνονταν από ανατολικά και δυτικά με τα πέπλα τους.