Σχεδόν με το που άρχισε, τελείωσε. Η Μουαραίν τράβηξε τα χέρια της και ο Ραντ παραπάτησε κι έπιασε το στύλο του κρεβατιού για να μείνει όρθιος. Δεν φαινόταν αν έσφιγγε με μεγαλύτερο πείσμα το Καλαντόρ ή το στύλο. Όταν η Μουαραίν προσπάθησε να του πάρει το σπαθί, για να το ξαναβάλει στο περίτεχνο στήριγμα στον τοίχο, αυτός της το τράβηξε σταθερά, ίσως και άγρια.
Το στόμα της σφίχτηκε για μια στιγμή, αλλά αρκέστηκε να τραβήξει το πανί από το πλευρό του και μ' αυτό σκούπισε τους γύρω λεκέδες. Η παλιά λαβωματιά ήταν πάλι μια φρέσκια ουλή. Οι άλλες πληγές είχαν απλώς χαθεί. Το αίμα που τον κάλυπτε, το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος είχε ξεραθεί, θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον άλλο.
Η Μουαραίν συνοφρυώθηκε. «Ακόμα δεν ανταποκρίνεται», μουρμούρισε σχεδόν μονολογώντας. «Δεν γιατρεύεται τελείως».
«Αυτή θα με σκοτώσει, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Ραντ χαμηλόφωνα και ύστερα παρέθεσε: «“Το αίμα του στα βράχια του Σάγιολ Γκουλ να ξεπλένει τη Σκιά, θυσία για τη λύτρωση του ανθρώπου”».
«Διαβάζεις πολλά», του είπε εκείνη κοφτά, «και καταλαβαίνεις λίγα».
«Εσύ καταλαβαίνεις περισσότερα; Αν ναι, τότε πες μου».
«Απλώς προσπαθεί να βρει το δρόμο του», είπε ξαφνικά ο Λαν. «Σε κανέναν δεν αρέσει να τρέχει στα τυφλά, όταν ξέρει ότι κάπου μπροστά τον περιμένει γκρεμός».
Ο Πέριν παραλίγο να τιναχτεί από την έκπληξη. Ο Λαν σχεδόν ποτέ δεν διαφωνούσε με τη Μουαραίν, τουλάχιστον όχι μπροστά σε τρίτους. Περνούσε πολλές ώρες όμως μαζί με τον Ραντ και εξασκούνταν στο σπαθί.
Τα μαύρα μάτια της Μουαραίν άστραψαν, όμως δεν αντέδρασε. «Χρειάζεται ύπνο. Θα πεις να φέρουν νερό να πλυθεί και να ετοιμάσουν μια άλλη κρεβατοκάμαρα; Αυτή εδώ θέλει γερό καθάρισμα και καινούριο στρώμα», είπε μόνο. Ο Λαν ένευσε και έβγαλε για μια στιγμή το κεφάλι στον προθάλαμο, μιλώντας χαμηλόφωνα.
«Εδώ θα κοιμηθώ, Μουαραίν». Ο Ραντ άφησε το στύλο, σηκώθηκε με κόπο όρθιος, έχωσε τη μύτη του Καλαντόρ στο λερωμένο χαλί και ακούμπησε τα δύο του χέρια στη λαβή. Ίσως να στηριζόταν στο ξίφος, αλλά δεν το έδειχνε ιδιαίτερα. «Δεν θα με κυνηγήσουν άλλο πια. Ούτε θα με διώξουν από το κρεβάτι μου».
«Ταϊ'σάρ Μανέθερεν», μουρμούρισε ο Λαν.
Αυτή τη φορά ακόμα κι ο Ρούαρκ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά η Μουαραίν δεν έδειξε αν είχε ακούσει τον Πρόμαχο να επαινεί τον Ραντ. Ατένιζε τον Ραντ με πρόσωπο ατάραχο, αλλά με βλέμμα φουρτουνιασμένο. Ο Ραντ είχε ένα απορημένο χαμόγελο, σαν να αναρωτιόταν τι θα δοκίμαζε στη συνέχεια η Μουαραίν.
Ο Πέριν πλησίασε τις πόρτες. Αν ο Ραντ και η Άες Σεντάι διασταύρωναν τη βούλησή τους, θα προτιμούσε να βρίσκεται αλλού. Ο Λαν δεν έδειχνε να νοιάζεται· ήταν δύσκολο να τον καταλάβει κανείς με τη στάση που είχε ― με κάποιον τρόπο έμοιαζε την ίδια στιγμή να έχει τη ράχη ίσια, αλλά και το κορμί χαλαρό. Μπορεί να βαριόταν και να ήθελε να κοιμηθεί επιτόπου, ή ίσως να ήταν έτοιμος να ξιφουλκήσει· ο τρόπος του δεν έδειχνε τίποτα από τα δύο, ή ίσως και τα δύο. Ο Ρούαρκ είχε περίπου την ίδια στάση, αλλά κοίταζε και τις πόρτες.
«Ούτε βήμα από κει!» Η Μουαραίν δεν τράβηξε το βλέμμα από τον Ραντ και το απλωμένο δάχτυλό της έδειχνε κάπου ανάμεσα στον Πέριν και τον Ρούαρκ, όμως τα πόδια του Πέριν ακινητοποιήθηκαν ούτως ή άλλως. Ο Ρούαρκ σήκωσε τους ώμους και σταύρωσε τα χέρια.
«Πεισματάρη», μουρμούρισε η Μουαραίν. Αυτή τη φορά, η λέξη απευθυνόταν στον Ραντ. «Πολύ καλά. Αν σκοπεύεις να σταθείς εκεί ώσπου να σωριαστείς χάμω, ελπίζω τουλάχιστον, πριν πέσεις με τα μούτρα, να προλάβεις να μου πεις τι έγινε εδώ. Δεν μπορώ να σε διδάξω, αλλά αν μου πεις, ίσως καταλάβω τι έκανες λάθος. Μικρή η πιθανότητα, αλλά ίσως καταλάβω». Η φωνή της σκλήρυνε. «Πρέπει να μάθεις να την ελέγχεις και δεν εννοώ μόνο για τέτοια πράγματα. Αν δεν μάθεις να ελέγχεις τη Δύναμη, θα σε σκοτώσει. Το ξέρεις. Σου το έχω πει πολλές φορές. Πρέπει να διδάξεις τον καυτό σου. Πρέπει να το βρεις μέσα σου».
«Δεν έκανα τίποτα, εκτός από το να επιζήσω», είπε με ξερή φωνή. Εκείνη άνοιξε το στόμα, αυτός όμως συνέχισε. «Λες να διαβίβασα και να μην το κατάλαβα; Δεν το έκανα στον ύπνο μου. Αυτό συνέβη όταν ήμουν ξύπνιος». Τρεμούλιασε και στηρίχτηκε στο σπαθί.
«Ακόμα κι εσύ δεν θα μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου παρά μόνο Πνεύμα», είπε ψύχραιμα η Μουαραίν, «κι αυτά δεν έγιναν με Πνεύμα. Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω τι έγινε».